Άλλαξα μάνα, μεγάλωσα πια, ωρίμασα, γέμισα ρυτίδες και δεν μπορώ άλλο τα ψεύτικα λόγια.

Κάποτε μίλησα, μίλησα τόσο πολύ που αισθάνθηκα όλο τον αγέρα γύρω μου να μου πνίγει τον λαιμό.
Αισθάνθηκα την ανάσα μου να στεγνώνει στα μάτια του και την φωνή μου να καταρρέει σαν φύλλο σπασμένο απ’ τον αγέρα.

Με ένα παράπονο κρυμμένο στ’ ακροδάχτυλο της ψυχής μου, με ένα γιατί να ψελλίζει δεκάδες επιθέματα, μ’ ένα ακόμη σ’ αγαπώ καρφιτσωμένο, που δεν έζησε και πέθανε πολεμώντας στο αμπάρι την φωνής μου.

Άλλαξα μάνα, μεγάλωσα πια, ωρίμασα, γέμισα ρυτίδες και δεν μπορώ τα πολλά και ψεύτικα λόγια.
Δεν έχω χρόνο για συμβιβασμούς και υποκρισίες μάνα, μου τελείωσε κι η υπομονή.
Κι αν τα αποθέματά μου έχουν λιγοστέψει,θα φτιάξω άλλα, μικρά ή μεγαλύτερα, δεν έχει σημασία, να μπορούν να χωρέσουν την δική μου αγάπη. Αυτήν που όταν σε κρατάει σου κόβεται η ανάσα.

Και χάθηκα σαν μια μορφή λησμονημένου τόπου, σαν παρουσία από κάπου αλλού βγαλμένη.
Δεν είχε ανάγκη τον ήχο μου να νιώσει, μήτε τον πόνο της ψυχής μου να ακούσει.
Κι έμεινα εκεί, στη σκιά, σαν μια ψυχή γιομάτη σούρουπο, χωρίς να καρτερώ, χωρίς ν’ αγγίζω, μ’ ένα ανασασμό που βυζαίνει μνήμες.

Είναι το πάθος που δόθηκε σαν θύελλα κι όρισε την απουσία μου σαν απώλεια.
Είναι το πάθος που πάλεψε το ίδιο δυνατά με την αδιαφορία και ξέχασαν οι λέξεις τον δρόμο τους. Κι έντυσαν με σιωπή το άρωμα μου.
Και κάθε που νυχτώνει μοιράζουν τ’ όνομα του στο φεγγάρι.

Πηγή: loveletters.gr
Close