Μαμά, γερνάω
 

Μου λείπεις κι ας μη σε παίρνω τηλέφωνο τόσο συχνά και μου παραπονιέσαι. Βαραίνει ο νους μου από τις σκέψεις, χάνεται η νόρμα, μπαίνει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Μοναχικά. Και κάπου εκεί που σ’ έχω ανάγκη, μπαίνει σφήνα ένας εγωισμός πώς να ξεφύγω απ’ την παγίδα μου και… σε χάνω. Θα με πάρεις εσύ, πάλι, να μου παραπονεθείς γλυκά. Και κάθε φορά θα σου λέω “συγνώμη, ρε μαμάκα, ξεχάστηκα, έχω τόσα στο κεφάλι μου”. 

 

 

 

 
Στην ψυχή μου τα έχω, στην πλάτη μου. Βάρυνα. Νομίζω πως αρχίζω και καμπουριάζω. Μα παλεύω ε; Έτσι δεν μ’ έμαθες; Μα πώς να στο ομολογήσω! Τόσα άντεξες για μένα. Για να είναι η ψυχή μου ανάλαφρη.
 
Χιόνια, πολλά χιόνια. Μια σταλιά ήσουν και σε θυμάμαι να φοράς κάτι γαλότσες άτσαλα να προλάβεις πριν βραδιάσει να πας στην πλατεία του χωριού να μας φέρεις νερό με δυο μεγάλα μπιτόνια στους ώμους. Πού την έβρισκες τόση δύναμη; Να μας πλύνεις. Να είμαστε καθαρά. Και καμάρωνες τα κατάλευκα ασπρόρουχα που χόρευαν στα σχοινιά στην αυλή απλωμένα. Για να είμαστε καθαρά. Δεν ήξερα πως σχεδόν μάτωναν τα χέρια σου στη σκάφη. Να μας φέρεις στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Τα κατάφερες. Μη μετανιώνεις που τώρα δεν είμαστε στην αγκαλιά σου. Πήραμε τον δρόμο μας. Τον δικό μου τον είχες ήδη καταλάβει. Μόνο εσύ. Πάντα εσύ. Με παραμόνευες, με «κατασκόπευες» μην πέσω και σε άλλες παγίδες εκτός από αυτή, που τόσο φοβόσουν, αλλά την αντιμετώπισες με απαράμιλλη αντρειοσύνη. Ξέρεις τι με κρατούσε πάντα, ίσως απερίσκεπτα σε εκείνη την ηλικία, να ξεφύγω από τα όριά μου; Η επιμονή σου και η δύναμή σου. Αυτή μνημονεύω αυτή τη στιγμή και ναι… τη ζηλεύω. Να ‘ξερες τη δύναμή σου. Αλλά αυτοί είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι. Που δεν γνωρίζουν τα όρια της αγάπης τους.
 
Ήσουν μέσα μου σε κάθε ροχάλα που έφαγα στη μούρη. Σε κάθε βιασμό του κορμιού και της ψυχής μου. Για σένα άντεχα. Όχι, λάθος. Από εσένα άντεχα. Κι αν κάποιες φορές λύγισα και πρόδωσα αυτή τη φουρτούνα αγάπης, είναι γιατί λύγιζαν τα γόνατά μου. Και έσκισα το δέρμα μου, και γέμισα χημεία τον οργανισμό μου, τόσο εγωιστικά. Χωρίς να σκεφτώ πόσο πόνο θα σου έδινα. Η κραυγή σου στο τηλέφωνο, όταν έκανα το τραγικό λάθος να επιτρέψω να διαβάσεις το βιβλίο μου, θα με στοιχειώνει μέχρι να φύγω από τον κόσμο αυτό. Δεν έπρεπε να μάθεις λεπτομέρειες. Ήμουν το λουλούδι σου. Και το γέμισα αγκάθια. Σε μάτωσα για άλλη μια φορά. Συγχώρεσέ με.
 
Γερνάω, μαμά. Αρχίζω και σκύβω. Αυτό με φοβίζει πιο πολύ απ’ όλα. Χαμηλώνω το κεφάλι σιγά-σιγά. Κι έρχεται η φωνή σου μέσα από ένα ασύρματο μέσο και με επαναφέρει. Ξανασηκώνω τους ώμους, αρκεί να μου παραπονιέσαι πως δεν σε σκέφτομαι συχνά. Μα δεν θέλω να ακούς βαριά τη φωνή μου, άχρωμη. Αμέσως με καταλαβαίνεις. Κι αρχίζουν οι ερωτήσεις. Τι να σου πω; Πως περνάω δύσκολα; Πως δεν τον αντέχω κάποιες στιγμές αυτό τον κόσμο; Έγιναν πολύ κακοί οι άνθρωποι, μαμά. Λιθοβολούν χωρίς λόγο πια. Θυμός. Πολύς θυμός. Και όταν είσαι αδύναμος, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Και δεν θέλω να σε φορτώσω άλλο. Την σκιά τη συνήθισα σιγά-σιγά, με τη δική σου ασπίδα. Εσύ ποιου ασπίδα, άραγε, κουβαλάς αγέρωχη ακόμη; Έφυγα πολύ νωρίς από κοντά σου. Δεν πρόλαβα να μάθω τις αντιστάσεις σου.
 
Καταρρέω, μαμά. Γέμισα ρωγμές, μικρές, σχεδόν αόρατες. Τα σοβατίσματα δεν σώνουν. Όσα χάδια και αν μου έδωσες, δεν έφτασαν. Απέτυχα, μαμά. Αλλά δεν θα στο πω ποτέ. Δεν θέλω να χάσεις την περηφάνια σου για μένα. Ανακάλυψα με τα χρόνια ρέπλικες της ομορφιάς σου, για να «γεμίζω». Να μη σε φορτώνω. Νιώθω ενοχές, για κάθε δάκρυ που έφυγε απ’ τα μάτια σου, για μένα.
 
Μεγάλωσα, μαμά. Και μαζί μου μεγάλωσαν όλα. Πήραν τεράστιες διαστάσεις. Μου είπαν πως κάνω εχθρούς γιατί θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο. Αλλάζει ο κόσμος, όταν είναι γεμάτος στίγματα; Οι μουσικές μόνο, χαμήλωσαν. Έγιναν αδύναμες γιατί οι κραυγές των άλλων είναι πιο δυνατές. Και οι σειρήνες που εξαφανίστηκαν είναι καθαρά δική σου νίκη. Έγινα λιποτάκτης των ονείρων μου, μαμά. Ή τα όνειρα βαρέθηκαν να περιμένουν στη στροφή γιατί κοιτούσα κατάματα την πραγματικότητα.
 
Γερνάει, μαμά, η ψυχή μου. Κουράστηκε. Πολλά τα χρόνια που έσπρωχνα τοίχους να γκρεμίσω. Ίσως να ράγισα μερικούς μα πονάνε τα μπράτσα μου πια. Πολλά τα βουνά που ανέβηκα και λύγισαν τα πόδια. Μόνο τα μάτια κρατάνε μια σπίθα, μια ελπίδα πως όλη αυτή η διαδρομή δεν πήγε στα χαμένα. Α, και η καρδιά. Χτυπάει ακόμη δυνατά για κάθε τι καινούριο, που βλέπει και νιώθει πως κι αυτό θέλει κι ας μην μπορεί, να αλλάξει τον κόσμο.
 
Φοβάμαι, μαμά. Φοβάμαι μη χάσω τη σπίθα μου. Τους χτύπους μου που τους ακούω αλαφιασμένους λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Να με παίρνεις, να σου λείπω, να μου παραπονιέσαι. Είδες; Ακόμη εγωιστικά σκέφτομαι. Είναι πολλά τα θηρία, μαμά.
 
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Close