Ψυχανεμίσματα μαμάδων

-Δεν θέλω να αρχίσουν τα σχολεία! Δεν θέλω!
Η φωνή στο τηλέφωνο δεν ανήκε σε κάποιο απελπισμένο παιδάκι που αρνούνταν να ξεκινήσει το σχολείο.
Ήταν η φωνή της φίλης μου της Γ., μητέρας δύο παιδιών.

-Ούτε εγώ θέλω, της απάντησα.
-Άραγε, έτσι είναι σε όλες τις χώρες του κόσμου;
-Δεν ξέρω.
-Γιατί να έχουμε γεννηθεί στην Ελλάδα με αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα;
-Δεν ξέρω.
-Πώς θα τα βγάλουμε πέρα και φέτος;
-Δεν ξέρω, δεν απαντώ.
-Αμάν πια! Πες και κάτι άλλο, δεν βοηθάς καθόλου!
-Αποφάσισα να υιοθετήσω την ώριμη αντίδραση, άρνηση της πραγματικότητας.
Δεν θέλω να το σκέφτομαι!

Αυτή είναι η κατάσταση, όχι μόνο η δική μου και της φίλης μου, αλλά και των περισσότερων μαμάδων που γνωρίζω.
Αφήνω πάντα ένα περιθώριο για την έκπληξη και παρακαλώ εκείνη τη μαμά που δεν είναι αγχωμένη να επικοινωνήσει μαζί μου, να την ανακηρύξουμε Γυναίκα της Χρονιάς.

Από τις 7:00 τρέχουμε.
Πρωινό, κολατσιό για να μην τρώνε σαβούρες από το κυλικείο, το νερό τους, γιατί δεν κάνει να πίνουν από τους ψύκτες, παράδοση στο σχολείο, τρέξιμο στη δουλειά, ποιος θα τα πάρει το μεσημέρι;
Κι αυτές οι γιαγιάδες, αντί να ξεκουράζονται τώρα στα γεράματά τους, ξαναμεγαλώνουν παιδιά από την αρχή.

Φαγητό, διάβασμα, αγγλικά, δραστηριότητες, διάβασμα, «τσακώθηκα με τη διπλανή μου, δεν θα της ξαναμιλήσω», «ο δάσκαλος μου είπε να διαβάζω περισσότερο», «ο Γιωργάκης δεν με θέλει για κορίτσι του», ψάχνω χρόνο και ήρεμο νευρικό σύστημα για να τα συζητήσουμε, να μην μεγαλώνουν με τους γονείς τους αλλά χωρίς αυτούς.
Ουφ, κουράστηκα μόνο για να τα γράψω!

Οι περισσότερες φίλες μου το έχουν ρίξει στη ζούμπα. Πολλή ζούμπα βρε κορίτσια!
Εγώ λέω πάλι να το ρίξω στη γιόγκα. Η νιρβάνα είναι αυτό που μου λείπει.
Σε λήθαργο αδελφές μου, σε λήθαργο!

Ψάχνουμε διαφυγές εκτόνωσης, αλλιώς μας βλέπω σε χειμερινή περιοδεία από ψυχολόγο σε ψυχίατρο, σε ψυχοπνευματιστή, ψυχοβγάλτη ή ό,τι άλλο «ψυχ» μας βρεθεί.

Ενώ ακούω το παραλήρημα της φίλης μου από το τηλέφωνο, μπαίνει στο δωμάτιο η κόρη μου.
Φέτος θα πάει στην έκτη Δημοτικού.
Εδώ και καιρό την αντικρίζω και δεν βλέπω πια ένα παιδάκι, αλλά μια κοπέλα που μόλις έχει αρχίσει να ανθίζει.
Μου φαίνεται απίστευτο ότι φτάσαμε στην τελευταία τάξη του Δημοτικού.
Είμαι σίγουρη πως ήταν χθες που την πήγαμε στην πρώτη, μωράκι ακόμα, να κρατά σφιχτά από το χέρι τη φίλη της και να της δίνω συμβουλές να προσέχει στο διάλειμμα, να μην τρέχει στις σκάλες, να μη σηκώνεται από το θρανίο όποτε της κατέβει «γιατί εδώ δεν είναι νηπιαγωγείο».
Μεγάλωσε. Πολύ. Και γρήγορα. Δεν είναι πια το μωρό μου.

«Μεγάλωσα μαμά, δεν είμαι μωρό σου έχω πει. Είμαι ολόκληρο κορίτσι».

Το ξέρω, το βλέπω.
Πλησιάζει ο καιρός που κάποιο αγόρι θα μας χτυπάει το κουδούνι για να την πάρει να βγουν.
Κι εγώ βέβαια θα κλαίω. Από συγκίνηση και χαρά.
Το τι κλάμα ρίχνω σε κάθε πρώτη της φορά, δεν λέγεται.
Έκλαιγα την πρώτη μέρα στο σταθμό, την πρώτη μέρα στο Δημοτικό, στο πρώτο της θεατρικό…

Πολύς κόπος για να φτάσουμε ως εδώ, δε λέω.
Υπήρχαν μέρες που η κούραση αλλοίωνε το χρόνο και, αντί για την Τρίτη, την επομένη της Δευτέρας, ξημέρωνε η Παρασκευή.
Μόνο που τελικά, δεν είναι και τόσο τρομερό. Μη σας πω ότι μου αρέσει κιόλας.
Ποια ευτυχία είναι αληθινή, αν είναι χαρισμένη;
Χαλάλι όλα γι’ αυτή την ευλογία.
Καμιά φορά ξεχνάμε ότι δεν είναι δεδομένη. Ότι δεν μας τη χρωστά κανείς.
Δικοί μας οι κόποι, δικές μας οι χαρές, δικές μας και οι λύπες.

-Με ακούς, φωνάζει η φίλη μου από το τηλέφωνο. Πάλι αεροβατείς, σου λέω τον πόνο μου.
-Αποφάσισα τελικά, να προσχωρήσω στο Βουδισμό. Πώς σου φαίνεται;
Φωτεινη Τεντη

Close