Λεχώνα εν βρασμώ ψυχής

Καθόταν ακίνητη, σχεδόν παγωμένη στην άκρη του κρεβατιού της. Θα ορκιζόταν όποιος την έβλεπε εκείνη την στιγμή πως το αίμα είχε σταματήσει να κινείται στις φλέβες της, πως είχε μετακινηθεί όλο στον εγκέφαλο της, που δούλευε υπερωρίες. Το έντονο κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο της, οι σταγόνες ιδρώτα που έτρεχαν πανικόβλητες κι εκείνες μήπως και προλάβαιναν να ξεφύγουν από το σενάριο που ήδη έπαιζε στο μυαλό της ξανά και ξανά, οι φλέβες στον λαιμό της, έτοιμες να εκραγούν, μα πάνω απ’ όλα το βλέμμα της. Σαν βλέπεις βλέμμα ανθρώπου και ειδικά γυναίκας, τόσο θολό μα συνάμα τόσο γυαλιστερό, είναι θέμα δευτερολέπτων αν θα επιβιώσεις ή όχι.

Δεν είναι πως δεν αγαπούσε τον Τάκη, ήταν που τα πράγματα εξελίχθηκαν λίγο πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενε. Πότε ήταν που την έλουσε με τον καφέ του στην παραλία, πότε βρέθηκε με την κοιλιά τούρλα στο δημαρχείο, πότε βρέθηκε με τον καρπό της καψούρας τους στην αγκαλιά, ούτε που το κατάλαβε! Αγκαλιά;; Το μάτι γυάλισε λιγάκι παραπάνω και μια μικρή μπλε φλεβίτσα εκεί κοντά ακούστηκε να σπάει. Αλήθεια πότε είχε πιάσει τελευταία φορά τον νεογέννητο μπόμπιρα της αγκαλιά; Η Σοφία ζούσε σε ένα μικρό χωριό και δυστυχώς η μάνα της και η πεθερά της κατά διαβολική σύμπτωση έμεναν μια ανάσα δρόμο από το σπίτι της. Αθώα όπως ήταν δεν είχε καταλάβει το τίμημα της επιλογής της υπέροχης αυτής μονοκατοικίας, ούτε είχε φανταστεί πως στο σπίτι αυτό εκτός του άντρα και του γιου της σύντομα θα κατοικούσαν η Σκύλα και η Χάρυβδη…

Είχαν βαρέσει κάποια καμπανάκια, πριν γεννήσει αλλά τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για αυτό που θα ακολουθούσε. Η Σοφία είχε φέρει στον κόσμο το πρώτο εγγόνι και για τις δύο οικογένειες αλλά δυστυχώς μαζί με αυτό γεννήθηκαν και δυο γιαγιάδες βγαλμένες από το κορυφαίο καζάνι της κολάσεως. Ακόμα δεν είχε δει το νεογέννητο της στο δωμάτιο του μαιευτηρίου, όταν οι πολεμικές κραυγές τους έφτασαν στ’ αυτιά της, μαζί με τον ήχο από το ταπεράκι που φιλοξενούσε τον λίγων ωρών γιο της. Η πεθερά της είχε σταματήσει τις μαίες στον διάδρομο γιατί ήθελε να σκεπάσει το μωρό με άλλη μια πάνα, η μάνα της ήθελε να ξεσκεπάσει εντελώς το μωρό γιατί είχε ζέστη στο μαιευτήριο. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένας πόλεμος, που θα έκανε όλους τους άλλους πολέμους της ανθρωπότητας να μοιάζουν σαπουνόπερα.

Σπίτι της… Χαχαχαχαχα…ναι καλά. Τα έπιπλα της άλλαζαν θέση κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα της. Η κούνια, η καλαθούνα, η αλλαξιέρα του μωρού ειδικά άλλαζαν δωμάτιο τόσες φορές μέσα στο 24ωρο που δεν ήξερε κάθε φορά που έβγαινε από το δωμάτιο της που θα τα βρει. «Εδώ είναι καλά συμπεθέρα!» έλεγε με ψευτογελάκι η μια, «Εδώ που έχει ήλιο να βλέπει τον κανακάρη ΜΟΥ το φως!» πεταγόταν η άλλη και βούταγε την κούνια από τα ροδάκια, «Όχι εδώ είναι καλά συμπεθέρα, να μην είναι στο ρεύμα ο κανακάρης ΜΟΥ και κρυώσει.» Από το πήγαιν’ έλα τα έρμα τα έπιπλα από χαριτωμένα και γυαλιστερά που ήταν όταν τα παρέλαβε ο Τάκης, είχαν γίνει λες και τα είχαν πάρει προσφορά όλα μαζί είκοσι ευρώ απ’ τη λαϊκή. Η κούνια μετρούσε δυο κάγκελα λιγότερα, η καλαθούνα είχε στραβώσει λες και είχε πάθει εγκεφαλικό και η αλλαξιέρα είχε ένα πόδι λιγότερο, κάπου στα δρομολόγια χάθηκε δεν είχε βρεθεί ακόμα.

Κι ο Τάκης. Αχ ο Τάκης. Όλη την ημέρα στη δουλειά, το βράδυ γύριζε κατάκοπος, πόσα να προλάβει να του πει κι εκείνη. Άσε που επρόκειτο για καταστάσεις που αν δεν τις δεις με τα μάτια σου δεν τις πιστεύεις! Εκείνος θεωρούσε ότι ήταν τυχεροί που είχαν βοήθεια, άλλοι δεν έχουν καθόλου. Και όσο για τα παράπονα της Σοφίας, ε δεν γίνεται να είναι και όλα ρόδινα! «Υπομονή!» της έλεγε κι εκείνη μόνο που άκουγε αυτή την λέξη έπαιρνε ανάποδες στροφές!

Πόση πια υπομονή; Ήταν και οι ορμόνες που χόρευαν. Δεν πήγαινε άλλο. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Δεν ήταν εκείνη αυτό το άβουλο πλάσμα που άφηνε τους άλλους να κάνουν ότι τους καπνίσει μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Με το ίδιο της το παιδί. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να απαλλαγεί από όλους. Τα μάτια της άστραψαν! Υπήρχε ακόμα ελπίδα να βρει την ησυχία της. Τίποτα δεν την κρατούσε πια. Έπρεπε να ξεμπερδεύει με δαύτες! Έβαλε το κεφάλι κάτω και όρμησε. Δεν έβλεπε μπροστά της, δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Κανένα εμπόδιο δεν θα την σταματούσε και πουθενά δεν θα έκανε πίσω. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει και θα το έκανε χωρίς να την νοιάζουν οι συνέπειες. Κανένα έλεος. Ήταν μονόδρομος. Και τελικά ήταν πιο απλό απ’ ότι φανταζόταν… Θα έπαιρνε ένα μαχαίρι από την κουζίνα, Λίγες ικεσίες, πολλά δάκρυα, μερικά ουρλιαχτά, αλλά μετά σιωπή… Νεκρική σιγή. Θα «καθάριζε» από τις συμπεθέρες! Ναι αυτό ήθελε! Επιτέλους. Είχε απαλλαγεί. Τώρα μπορούσε να ανασαίνει ελεύθερα, τώρα μπορούσε να απολαύσει την ησυχία… Ένα νευρικό γέλιο που δεν μπορούσε να συγκρατήσει έσπασε την σιωπή που τόσο λαχταρούσε. Ένα γέλιο ικανοποίησης, δυνατό, σχεδόν σατανικό.

«Σοφία… Ε Σοφία… Είσαι καλά παιδί μου; Ξύπνα! Είναι ώρα να θηλάσεις το μωρό…» η μάνα της την ταρακουνούσε από το μπράτσο.
«Εεε; Πώς; Τι έγινε;» πετάχτηκε επάνω σαν χαμένη.
«Τι να γίνει κόρη μου; Το μωρό κλαίει τόση ώρα κι εσύ κοιμάσαι του καλού καιρού και χασκογελάς! Άμα είναι έτσι άσε τους θηλασμούς και τις αηδίες να του δώσουμε σκόνη του παιδιού να μην σε περιμένουμε κιόλας!» αναγνώρισε την φωνή της πεθεράς της έξω από την πόρτα.

Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της απελπισμένη.
«Καμία ελπίδα…» ψιθύρισε και σύρθηκε ως το μπάνιο…

Πηγή: http://thebluez.gr
Close