Ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο ομολογητής και θαυματουργός

Ήταν ένας φτωχός σκλάβος κατά τους ανθρώπους, όμως ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ από τα πάθη και την αμαρτία κατά Θεόν. Γι’ αυτό ο Θεός τον ενέδυσε με πρόγευση αφθαρσίας, και τον πλούτισε με ανεκτίμητα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στους αιώνες.

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ν. Ρωσίας, γύρω στα 1690, από ενάρετους και πιστούς Ορθόδοξους γονείς.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε – όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του – από τους Τατάρους! Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.

Εκεί, παρότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί την Πίστη μας, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να θα πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, που του καίγανε ως και το κεφάλι με πύρινο τάσι, γινόμενος Ομολογητής γενναίος!
Τότε είναι που τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.
Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος, ο δούλος, έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του Καππαδοκικού βράχου, όπου και αργότερα θα Κοινωνούσε κρυφά, Σώμα και Αίμα Χριστού, κάθε Σάββατο.

Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.
Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του, έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο παλιό Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν

Βαρυφορτωμένο ξεκίνησε το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1924 το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» από το λιμάνι της Μερσίνας της Μικράς Ασίας με προορισμό την Εύβοια. Δεν μετέφερε μόνο 800 πονεμένους ρακένδυτους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στο αμπάρι του το πλοίο έκρυβε πολύτιμο θησαυρό. Ήταν ξύλινη (από κυπαρίσσι) λάρνακα με το τίμιο ιερό σκήνωμα του 40χρονου οσίου Ιωάννου του Ρώσου.

Οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει αυστηρά στους Χριστιανούς τη μεταφορά του αγίου από το Προκόπιο. Είχαν μάλιστα σφραγίσει τον ομώνυμο περικαλλή ιερό Ναό του. Αλλά ο πιστός σιδηρουργός του Προκοπίου με άδεια του ευλαβεστάτου ιερέως π. Χαραλάμπους Αβερκιάδη τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου τόλμησε και παραβίασε κρυφά τον ιερό Ναό. Και ο τολμηρός Έλληνας και πιστός Μικρασιάτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που επρόκειτο την επομένη να ταξιδέψει για την Ελλάδα, ανέλαβε να περιτυλίξει με κιλίμια το ιερό Λείψανο. Και με κίνδυνο της ζωής του το πέρασε από το τουρκικό τελωνείο.

Τόσο μεγάλη ευσέβεια και πίστη είχαν οι αγαπημένοι μας Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μπορεί να έφθασαν στην μητροπολιτική Ελλάδα μας πάμφτωχοι υλικά, αλλά μας έφεραν τον ζωντανό τους πλούτο της Ορθοδόξου Παραδόσεως και ζωής όχι μόνο με το ήθος και την αρχοντιά τους, αλλά και με τα πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, τις περίπυστες άγιες εικόνες και προπαντός με τα θησαυρίσματα των ιερών Λειψάνων των Αγίων τους.

Έτσι η Εύβοια χάρις στην πίστη των ευσεβών Μικρασιατών του Προκοπίου της Ανατολής απέκτησε τον θησαυρό αυτό, δηλαδή το ιερό άφθορο Λείψανο του αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Σήμερα ευρίσκεται μέσα σε ασημένια Λάρνακα στον ομώνυμο περίλαμπρο Ναό του στο χωριό Νέο Προκόπιο στα βόρεια της νήσου.

Ποιος όμως ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος;

Στην περιοχή της Ουκρανίας, σ’ ένα χωριό της Μικρορωσίας, εκεί όπου τα ήσυχα νερά του Δνείπερου ποταμού διασχίζουν και ποτίζουν τον μεγαλύτερο σιτοβολώνα του κόσμου, γεννήθηκε γύρω στο 1690 ο Ιωάννης. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς, δίκαιοι και τίμιοι. Δίδαξαν στο παιδί τους από τη μικρή ηλικία τα ιερά γράμματα, την τέχνη της προσευχής και τον δρόμο της θυσίας και της αγάπης και προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Ο Ιωάννης τα δεχόταν όλα με ευγνωμοσύνη. Τα εφάρμοζε με πιστότητα.

Την εποχή εκείνη τσάρος της Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος, άνθρωπος πολεμοχαρής και σκληροτράχηλος. Ο Ιωάννης σε νόμιμη ηλικία κατετάγη στο ρωσικό στρατό. Έλαβε μέρος στον ατυχή ρωσοτουρκικό πόλεμο (1711), που διήρκεσε 7 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες να συλληφθούν αιχμάλωτοι από τους Τατάρους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο νέος τότε στρατιώτης Ιωάννης. Οι Τάταροι πούλησαν τον Ιωάννη σε κάποιον Τούρκο αξιωματικό του ιππικού, τον Ομέρ αγά από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας, μια πόλη που ήταν κτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, 60 χιλιόμετρα έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Πολλοί τότε στρατιώτες αρνήθηκαν την ορθόδοξη πίστη τους πιεζόμενοι από τις απειλές των αλλόθρησκων Τούρκων. Μπροστά στα δώρα και τις υποσχέσεις των Αγαρηνών εκάμφθησαν. Αλλά ο γενναίος Ιωάννης παρέμεινε αλύγιστος στον ορθόδοξη πίστη του. Μέσα του βασίλευε η ευσέβεια και η βαθιά πεποίθηση ότι ο Θεός δεν θα τον εγκαταλείψει. Παραδίδει τη ζωή του στον Θεό με σύνθημά του: «Κύριος ποιμαίνει με, και ουδέν με υστερήσει» (Ψαλ. κβ΄ 1).

Προχωρεί γαλήνια, ατάραχα. Σηκώνει με υπομονή τον σταυρό του από τις ειρωνείες και τις περιφρονήσεις των άλλων που τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο. Σταθερή είναι και η ομολογία του προς τον αγά του. «Είσαι αφέντης – του λέει – μόνο του σώματός μου, όχι όμως και της ψυχής μου. Είμαι πρόθυμος να υπακούω σε όλες τις διαταγές σου, εφ’ όσον με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου. Διαφορετικά, εάν με πιέσεις να αλλαξοπιστήσω, ευχαρίστως σου παραδίδω την κεφαλή μου και όχι την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θα αποθάνω. Τον Χριστό δεν πρόκειται να αρνηθώ».

Η σταθερή αυτή ομολογία του Ιωάννη συνδυασμένη πάντοτε με την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την ευγενή συμπεριφορά του, τον έκαμαν πολύ συμπαθή στο σκληρό του αφεντικό.

Ο Ομέρ είχε αναθέσει στον Ιωάννη την ευθύνη του στάβλου του. Εκεί μέσα κάτω από ταπεινές συνθήκες, μέσα σε δυσοσμία και σε υγρό και σκοτεινό περιβάλλον ο Ιωάννης ο αιχμάλωτος και δούλος ζούσε αγία ζωή. Ήταν συνεπής και ακριβής όχι μόνο στα καθήκοντα της ευτελούς αυτής εργασίας αλλά και στα πνευματικά του καθήκοντα. Δοξολογούσε τον Θεό συνεχώς. Αναπολούσε τις ταπεινές συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε ο Κύριος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Και Τον ευχαριστούσε, γιατί τον αξίωνε να ζει και αυτός σε τέτοιο περιβάλλον.

Σε κάποια γωνία του στάβλου ξάπλωνε ήσυχος και ειρηνικός για να ξεκουραστεί τις νύχτες. Αρκετές όμως νύχτες έφευγε. Πήγαινε στον γειτονικό αρχαίο ναό του Αγίου Γεωργίου, λαξευμένο σε βράχο, και εκεί όρθιος στον Νάρθηκα έκανε τις ακολουθίες του… Προσευχόταν με θέρμη μέσα στη νυχτερινή γαλήνη. Κάθε Σάββατο κοινωνούσε τα άχραντα Μυστήρια. Όλο και ελαμπρύνετο. Ένας ύμνος που τον εγκωμιάζει γράφει: «Καθαρός τῷ σώμματι καί τῇ ψυχῇ ὅλος γέγονας».

Το ζεύγος των αφεντικών του θαύμαζε όλο και περισσότερο τη βιωτή του απλού και ταπεινού αυτού δούλου. Του προσέφεραν λοιπόν ένα μικρό δωμάτιο για να ζει πιο άνετα. Ο Όσιος όμως ευγενικά το αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει μέσα στην κακοπάθεια και την άσκηση παρά μέσα στη χλιδή και την άνεση. Ο ταπεινός τόπος του στάβλου «του εξασφάλιζε», όπως γράφει ο βιογράφος του, «την ευωδία του Αγίου Πνεύματος». Ζούσε λιτά, με ελάχιστη τροφή, και πλούσια προσευχή. Όλα τα δεχόταν αγόγγυστα. Και όταν ο αφέντης του πορευόταν έφιππος, εκείνος τον ακολουθούσε πεζός ταπεινά σαν σκλάβος του ψελλίζοντας λόγια του Ψαλτηρίου.

Η παρουσία του αγίου αυτού υπηρέτη και σκλάβου Ιωάννη ήταν μια συνεχής ευλογία για τον Ίππαρχο αγά του Προκοπίου. Το σπιτικό του όλο και πλούτιζε. Έγινε «ο πλουσιότερος και ο πλέον αξιοσέβαστος στον πόλη» άνθρωπος. Ο Ιωάννης είχε πλέον αποκτήσει κύρος. Όλοι τον σέβονταν. Σταμάτησαν οι ειρωνείες και οι εμπαιγμοί των άλλων.

Κάποια περίοδο που ο αγάς – σαν ευσεβής Μουσουλμάνος – είχε φύγει σε ιερή αποδημία – προσκύνημα στη Μέκκα, η γυναίκα του θέλησε να καλέσει σε φαγητό φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν για τον ασφαλή γυρισμό και την καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε η κυρία στους συνδαιτυμόνες το γνωστό φαγητό της Ανατολής, το πιλάφι, στράφηκε προς τον Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευόταν από αυτό το αγαπημένο του φαγητό.» Ο Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύναμη της αδιακρίτου πίστεως και θερμής προσευχής του το πιάτο θαυματουργικώς απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν… Όταν όμως μετά από καιρό επέστρεψε ο αγάς και έφερε πίσω το πιάτο άδειο με το οικόσημο της μωαμεθανικής του οικογένειας, τότε πείστηκαν όλοι για τη δύναμη της πίστεως του άκακου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.

Ύστερα και από το γεγονός αυτό, το ζεύγος των κυρίων πίεζε περισσότερο τον Ιωάννη να μην κατοικεί πια στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρησε δωμάτιο για να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι – όπως και την πρώτη φορά αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει ως ταπεινός δούλος Ιησού Χριστού στο «ησυχαστήριο» που τόσα χρόνια είχε αγαπήσει μένοντας πιστός στα θελήματα του αγά του και στη διακονία και τις περιποιήσεις των άκακων και άλογων ζώων.

Έφθασε κάποτε η ώρα που ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρόκειτο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αναχωρήσει για τον ουρανό. Ο Όσιός μας αρρώστησε. Παρέμενε ξαπλωμένος με υπομονή στον ταπεινό αχυρώνα του στάβλου ευγνωμονώντας τον Θεό για όλα τα δώρα που του είχε χαρίσει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος του και ζήτησε με ισχυρό πόθο να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Και, επειδή υπήρχε την περίοδο εκείνη ατμόσφαιρα μίσους από φανατισμένους Τούρκους, ο διακριτικός και ευλαβής ιερέας π. Θεόδωρος Παπαδόπουλος έφερε τη θεία Κοινωνία με άκρα ευλάβεια μυστικά μέσα σε ένα μήλο. Με ιερή συγκίνηση ο όσιος και ομολογητής του Χριστού Ιωάννης κοινώνησε για τελευταία φορά. Και ειρηνικά παρέδωσε την αγνισμένη και φωτισμένη ψυχή του στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό. Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώθηκε σε όλη την περιοχή της Καππαδοκίας. Ο Ομέρ αγάς τον τίμησε και τον έκλαψε.

Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος. Είχαν περάσει τριάμισι μόλις χρόνια από την κοίμηση του Αγίου. Οι Προκοπιείς έβλεπαν κάθε νύχτα «φῶς λάμπον ἅγιον τῷ τοῦ ὁσίου μνήματι». Έτσι με θαυμαστή υπόδειξη του Αγίου το Νοέμβριο του 1733 έγινε η ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του. Έκθαμβοι οι πιστοί Χριστιανοί αντίκρισαν το ιερό Λείψανο του νέου αυτού ασκητού και ομολογητού «ἀκέραιο καί εὐωδιάζον». Με ιερό δέος το εναπέθεσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (του ναού που τόσο είχε αγαπήσει ο Άγιος).

Εκατό χρόνια μετά, το 1832, ο στρατός του Ογλού Οσμάν πορευόμενος σε πολεμική αποστολή λεηλάτησε το Προκόπιο. Βεβήλωσε και λήστεψε τον ιερό ναό. Παρέδωσε το ιερό Λείψανο του αγίου Ιωάννου στις φλόγες. Αλλά ο Άγιος παρουσιάστηκε σε όραμα και φοβέρισε τους ασεβείς Οθωμανούς. Έντρομοι οι στρατιώτες εγκατέλειψαν αμέσως εκεί ό,τι είχαν κλέψει και έφυγαν διακηρύσσοντας το μεγάλο θαύμα. Το σκήνωμα του Αγίου παρέμενε άθικτο, όμως μαύρισε επιφανειακά. Το 1862 με επέμβαση θαυματουργική του Αγίου γλύτωσαν από το σεισμό είκοσι παιδάκια του ελληνικού σχολείου.

Η φήμη του οσίου Ιωάννου ως θαυματουργού είχε απλωθεί πλέον σ’ όλη τη Μ. Ασία. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες για τα θαύματά του. Πλήθη λαού τον επισκέπτονται και ζητούν θεία προστασία και βοήθεια. Τον ονομάζουν «θεραπευτή Άγιο». Οι Τούρκοι τον αποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «το σιφά σουγιού», το νερό του αγιάσματός του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μια δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Η λάρνακα του Οσίου «ἰατρεῖον δέδεικται πάσης ἀσθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αείμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ἰδόντες σου τήν βιοτήν καί τήν πτωχείαν τήν πολλήν οἱ Ἀγαρηνοί, Ἰωάννη, σφόδρα ηὐλαβήθησαν ἠθῶν σου τήν σεμνότητα». Και σε δόξασαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!

Ο Ορθόδοξος κόσμος της Ανατολής απέδειξε τη μεγάλη του ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη του προς τον όσιο Ιωάννη και με την ανέγερση μεγαλοπρεπούς βυζαντινού ναού στη μνήμη του ονόματός του στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας. Για την ανέγερση αυτή έγινε πανελλήνιος συναγερμός. Μεγάλη ήταν και η συνεισφορά της Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος Αγ. Όρους. Εκεί, μέσα στον λαμπρό αυτό ναό διαστάσεων 50×40 και ύψους 30 μέτρων και με τα 2 καμπαναριά του, που διαλαλούσαν τη δόξα της Χριστιανοσύνης από το 1886 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1924 ο άγιος Ιωάννης μέσα από την ξύλινη λάρνακα δεχόταν τις παρακλήσεις του αγαπημένου του πιστού λαού. (Δυστυχώς ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε από τα θεμέλιά του το 1950 με εντολή του φανατικού «καϊμακάμη», Τούρκου διοικητού του Προκοπίου).

Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924, οι χριστιανοί κάτοικοι του Προκοπίου Μικράς Ασίας, πήραν μαζί τους το σκήνωμα του Αγίου και το μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα, στην Εύβοια. Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». Το 1930 θεμελιώθηκε μεγαλοπρεπής ναός προς τιμή του Αγίου, που αποπερατώθηκε το 1951.

Σήμερα ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου βρίσκεται στο Προκόπι  Ευβοιας και είναι αφιερωμένος στον ομώνυμο άγιο. Μεγάλος αριθμός προσκυνητών επισκέπτεται καθημερινά το ιερό λείψανο του αγίου. Το προσκύνημα του Οσίου Ιωάννη λειτουργεί κάτω από την άμεση εποπτεία της Μητρόπολης Χαλκίδας και διοικείται από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο.
Διατηρεί ξενώνα, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1977 και εγκαινιάστηκε το 1989 από τον τότε Μητροπολίτη Χαλκίδας κ. Χρυσόστομο Βεργή. Είναι δυναμικότητας 160 κλινών και περιλαμβάνει ακόμα αίθουσες διαλέξεων, μουσείο κ.ά. Στις αίθουσες του φιλοξενούνται Ιερατικά Συνέδρια, Πανορθόδοξες Συνδιασκέψεις υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας.

Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενεί ένα ταπεινό μπαστουνάκι που παραστέκει δίπλα στην ασημένια λάρνακα του Αγίου. Βουβός μάρτυρας θαύματος. Προέρχεται από τη συγκύπτουσα γερόντισσα Μαρία Σιάκα από το Φρέναρος Αμμοχώστου (Κύπρο), η οποία στις 11.08.78 θεραπεύτηκε εκεί από τον Άγιο και με φωνή πνιγμένη από δάκρυα ευγνωμοσύνης του είπε: «Ίντα (τι) να σου δώσω, παλληκάρι μου; Άγιέ μου, είμαι φτωχιά, θα σου δώσω το μπαστούνι μου, διότι εν μου (δεν μου) χρειάζεται μέχρι να πεθάνω».

Συγκινητική είναι και η παρουσία του Αγίου τον Μάρτιο του 1999 στη Σερβία. Όπως η υπέρμαχος Στρατηγός, η Παναγία μας, ενδυνάμωσε τους στρατιώτες μας το 1940, έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος σε οράματα που πολλοί τον είδαν, τους βεβαίωσε: «Πηγαίνω στο Βελιγράδι, γιατί σφαγιάζεται η Ορθοδοξία». Και πράγματι· ντυμένος στρατιωτικά ο Άγιος ενίσχυε πολλούς Σέρβους την περίοδο εκείνη με τη θαυματουργική παρουσία του, όπως το κατέθεσαν αυτόπτες αξιόπιστοι μάρτυρες Σέρβοι.

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής αγάπησε αληθινά, βαθιά και ισόβια τον Χριστό μας. Καμιά δυσκολία δεν στάθηκε ικανή, ώστε να χαλαρώσει τους δεσμούς της αγάπης του προς τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό. Ούτε η μικρή του ηλικία τον εμπόδισε, ούτε το αρνητικό παράδειγμα της αποστασίας των συστρατιωτών του ούτε οι συνθήκες της αιχμαλωσίας ούτε οι πιέσεις και οι ειρωνείες των αλλοπίστων ούτε ο τόπος της διαμονής του. Όλα αυτά τα περιφρόνησε. Και είχε πάντοτε ως σύνθημα της ζωής του να πράττει «ό,τι αρέσει στον Βασιλέα Χριστό», οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Γι’ αυτό με τη Χάρη του παντοδύναμου Θεού μέσα σε 40 μόλις χρόνια ολοκλήρωσε τον προορισμό του με τόσο θεάρεστη ακρίβεια. Έζησε άγια! Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, τον βράβευσε με δόξα μεγάλη, με το φωτοστέφανο το τιμημένο του Αγίου!

Του Αρχιμανδρίτη Πορφύριου, Ηγούμενου Ι. Μ. Τιμ. Προδρόμου Βέροιας

Δεν αξιώθηκα να πάω στο ιερό νησί της Χαλκίδας για να προσκυνήσω. Κάποια φορά που ξεκινήσαμε, έριξε τόσο χιόνι, που δεν μπορέσαμε να πάμε έξω από την πόλη. Άκουσα όμως μία απίθανη ιστορία με τον άγιο αυτόν, και την καταγράφω. Πριν χρόνια, ένα λεωφορείο με κυρίες μεγάλης ηλικίας πήγαν προσκύνημα στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Έφτασαν στην εκκλησία και ο ξεναγός των εκδρομέων οδηγούσε τις προσκυνήτριες και τις εξηγούσε τα σχετικά.

Η γερόντισσα, που μας διηγήθηκε το πάθημά της, τότε ήταν κοντά στα ογδόντα, αλλά με μυαλό τετρακοσιάρικο. Tώρα είναι στα ενενήντα και το μόνο που την στενοχωρεί είναι που δεν την βαστούν τα ποδάρια της να πάει στην εκκλησία. Συνήθιζε, λοιπόν, τότε που πήγαινε ακόμα στην εκκλησία, να μπαίνει μέσα και να πιάνει κουβέντα με τις εικόνες. Αλλά πρώτα έπρεπε να ανάψει δεκάδες, ναι καλά διαβάσατε, δεκάδες κεριά για τα ζωντανά και άλλα τόσα για τα πεθαμένα. Άσε τι άναβε για τους αγίους. Και έχοντας αυτό το χούι, συνήθως χάνονταν από τις παρέες. Μόνο όταν ήταν να βγουν από τον ναό την φώναζαν. Έτσι και στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Οι άλλες συντρόφισσές της απομακρύνθηκαν.

Αλλά αυτή, πλησιάζοντας στο προσκυνητάρι, εκεί που έχουν τον άγιο, τα είδε αλλιώς και σταμάτησε. Έβλεπε ένα παλικάρι ξαπλωμένο και κατάλαβε πως είναι νεκρός. Και άρχισε να κλαίει το παλικάρι: «ποιός να ξέρει πώς σε λένε, και πού να βρίσκεται η μάννα σ’ να σε κλάψει, παλικάρι μ’. Κι η πατρίδα σ’ η Ρωσία λένε πως τάχα είναι μακρυά, παιδί μ’. Έ, τι δα τράβηξες και συ για τον Χριστό, για να σε έχν εδώ». Τον είπε και άλλα μοιρολόγια και έκλαψε με την ψυχή της η γιαγιούλα. Και τότε …πέρασε η ώρα και άρχισαν να μαζώνονται για να φύγουν. Όταν είδαν ότι η θειά αυτή έλειπε, κάποια νεότερη την έψαξε μέσα στην εκκλησία και τελικά την βρήκε. –Άντε, θειά Π. Φεύγουμε, μας περιμένουν. Φτάνουν εκεί που ήταν μαζεμένοι όλοι, και λέει στον αρχηγό.

– Καλά, εσείς μας είπατε ότι θα ρθούμε στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Και αγιοΓιάννη δεν είδαμε.

– Πώς δεν τον είδαμε; Εκείνος εκεί είναι.

– Α, αυτός είναι;

– Γιατί, εσύ τι νόμισες; –

Εγώ τον είδα και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαψα, γιατί είναι νέος, από μακρυά. Και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαιγα. Πού να είναι η μάννα τ’ να τον κλάψει;.

– Τί λες, θειά Π. Αυτός είναι ο Άγιο Ιωάννης ο Ρώσος. – Εγώ, παιδί μ’; Τί να πω; Εκεί που τον έκλαιγα, γύρισε κατά εδώ το κεφάλι τ’ και με κοιτούσε. Κι εγώ τον έκλαιγα κι αυτός με κοιτούσε. Μέχρι που με φώναξαν και σας βρήκα. Δεν κατάλαβα. Κάτσε μια στιγμή να πάνω να τον προσκυνήσω και φεύγουμε. Ποιός τολμούσε να την αρνηθεί το τελευταίο προσκύνημα.

– Έ, παιδί μ’, μεγάλη η χάρη τ’.

Κάθε άγιος έχει την χάρη τ’. Τόσοι αγίοι έχουμε. Δοξασμένο τόνομά Του. Αυτά, που λες, έπαθα. Μας διηγείται και άλλα τέτοια, πολλά μπορώ να πω, αλλά όταν τα λέει δεν σηκώνει μάτια να σε κοιτάξει. Ή θα πλέκει τίποτα με το τσιγκελάκι ή τις βελόνες, ή με τα ροζιασμένα και στεγνά δάχτυλά της θα διπλώνει και θα ξεδιπλώνει καμιά χαρτοπετσέτα. Και εμείς δεν την λέμε τίποτα. Την αφήνουμε στην μακάρια και ευλογημένη απλότητά της, να νομίζει ότι δεν αξίζει ούτε τα μάτια να σηκώσει γιά να κοιτάξει τα άγια εικονίσματα.

Μόνον όταν τελειώνει, σηκώνει τα γαλανά ξεπλυμένα ματάκια της, που είναι βαθιά μέσα στις κόγχες, από την αγρύπνια και από τα δάκρυα, και λέει: «Αυτά, παιδί μ’, έπαθα». Δόξα τω Θεώ. Τι θησαυρούς κρύβει αυτή η Αγία Ορθοδοξία, η Αγία Εκκλησία μας;! Και τί θα δουν όσα μάτια το αξίζουν στον άλλο κόσμο;!

 

Ας βαδίζουμε κι εμείς στα ίχνη του και με τις πρεσβείες του ας σταθεροποιούμε τις αποφάσεις μας για αγώνα αγιασμού μέχρι θανάτου.

Close