Όταν το παιδί βάζει όρια…H ιστορία του Ντάνιελ

Με βάση την παιδαγωγική την οποία κάποτε μας επέβαλλαν, η απεριόριστη εξουσία του ενηλίκου πάνω στο παιδί θεωρείται ακόμη αυτονόητη. Οι περισσότεροι άνθρωποι εξάλλου δεν έχουν γνωρίσει κάτι διαφορετικό. Ίσως από ένα παιδί που δεν το πλήγωσαν, μπορούμε να μάθουμε μια εντελώς νέα, ειλικρινή και πραγματικά ανθρώπινη συμπεριφορά.

 

Ένα τέτοιο παιδί δεν δέχεται ανεπιφύλακτα τα παιδαγωγικά επιχειρήματα που εμάς ακόμη μας έκαναν κάποια εντύπωση. Αισθάνεται πως δικαιούται να θέσει ερωτήματα, να ζητήσει εξηγήσεις, να αμυνθεί και να διατυπώσει τις ανάγκες του. Μια νεαρή γυναίκα από τις Ηνωμένες Πολιτείες μου εμπιστεύθηκε την εξής ιστορία:
«Μια φορά άφησα τον τρίχρονο γιο μου Ντάνιελ για δυο μέρες στη μητέρα μου. Είχα κάποιους ενδοιασμούς, γιατί ήξερα ότι όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου προσπαθούσε διαρκώς να με μάθει να πειθαρχώ και έδινε πολύ μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Από την άλλη μεριά, αγαπούσε πολύ τον Ντάνιελ, όπως και εκείνος είχε αδυναμία στη γιαγιά του, γιατί όταν μας επισκεπτόταν της άρεσε να του διαβάζει παραμύθια. Όταν όμως πήγα να τον πάρω μετά δύο μέρες, ο Ντάνιελ είπε στο αυτοκίνητο:
“Δεν θέλω να ξαναπάω στη γιαγιά”. Όταν τον ρώτησα έκπληκτη γιατί, απάντησε: “Γιατί με πόνεσε”. Αργότερα τηλεφώνησα στη μητέρα μου και τη ρώτησα τι συνέβη. Μου είπε ότι ο Ντάνιελ έβαλε τα κλάματα όταν εκείνη θέλησε να του εξηγήσει, ενώ έτρωγαν, ότι ένα παιδί με σωστή ανατροφή δεν σερβίρεται στο τραπέζι χωρίς να λέει “παρακαλώ” και “ευχαριστώ”.
Η μητέρα μου θεωρούσε ότι είχα κακομάθει τον Ντάνιελ, ότι τον μαθαίνω να έχει πολύ κακούς τρόπους. Αισθάνθηκε την ανάγκη να το διορθώσει αυτό, προκειμένου το παιδί να μην υποφέρει στη μετέπειτα ζωή του, επειδή θα κάνει κακή εντύπωση και αντί για αγάπη θα λαμβάνει περιφρόνηση και απόρριψη από το περιβάλλον του. Ήταν πεπεισμένη ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον βοηθούσε, και δεν καταλάβαινε ότι δρούσε κάτω από έναν καταναγκασμό που πήγαζε από τους παιδικούς της φόβους.
Δεν αισθάνθηκε ότι απειλούσε το παιδί με τη στέρηση της αγάπης της εάν εκείνο δεν την υπάκουε. Και προπαντός, δεν καταλάβαινε, όπως δεν είχε καταλάβει και με μένα, ότι θυσίαζε την ψυχή του παιδιού στο βωμό κάποιων ανούσιων συμβάσεων, με τον ίδιο τρόπο όπως είχαν κάνει και σε εκείνην πριν από εξήντα χρόνια.
Ο Ντανιελ όμως τα κατάλαβε όλα αυτά. Δεν μπορούσε να τα πει με τον τρόπο που το κάνω εγώ τώρα, αλλά τα εξέφρασε με τον τρόπο που μπορούσε. Έμαθα πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα, όπως προέκυπταν από την αφήγηση της μητέρας μου. Η ιστορία ήταν πολύ απλή: Η μητέρα μου είχε μαγειρέψει το αγαπημένο φαγητό του Ντάνιελ: σουφλέ τυριών.
Όταν το παιδί έφαγε τη μερίδα που του είχε σερβίρει, πήρε το κουτάλι θέλο¬ντας να βάλει κι άλλο στο πιάτο του. Έτσι έκανε και στο σπίτι, νιώθοντας μάλιστα περήφανος που το έκανε μόνος του. Η μητέρα μου όμως τον σταμάτησε, ακουμπώντας, όπως μου είπε, με τρυφερότητα το χέρι της πάνω στο δικό του και λέγοντας
“Πρέπει να ρωτήσεις πρώτα αν μπορείς να πάρεις κι άλλο και αν υπάρχει αρκετό φαγητό για τους άλλους”. “Πού είναι οι άλλοι;” ρώτησε ο Ντάνιελ και άρχισε να κλαίει. Πέταξε κάτω το κουτάλι και δεν ήθελε να φάει άλλο, παρ’ όλο που η μητέρα μου τον παρακάλεσε, εκείνος είπε ότι δεν πεινούσε πια και ήθελε να πάει σπίτι.
Η μητέρα μου προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αλλά ο Ντάνιελ έπαθε κρίση και άρχισε να κάνει σαν μανιακός. Λίγα λεπτά μετά, που η οργή του ξεθύμανε, είπε: “Με πόνεσες, δεν σε αγαπάω. Θέλω να πάω στη μαμά μου”. Ύστερα από λίγο ρώτησε: “Γιατί το έκανες αυτό; Μπορώ να σερβιριστώ μόνος μου”. “Ναι”, είπε η μητέρα μου, “αλλά πρέπει να ρωτήσεις πρώτα αν μπορείς”. “Γιατί;” ρώτησε ο Ντάνιελ. “Γιατί πρέπει να μάθεις να έχεις τρόπους”. “Γιατί να έχω τρόπους;” ρώτησε ο Ντάνιελ. “Γιατί χρειάζονται” είπε η μητέρα µου. Κι ο Ντάνιελ είπε πολύ ήρεμα: “Εγώ δεν τους χρειάζομαι. Αν πεινάω, θα τρώω στη μαμά”».
Έτσι μπορεί να αντιδράσει ένα υγιές τρίχρονο παιδί, όταν στο σπίτι του έχει μάθει ότι μπορεί να αμυνθεί, ότι δικαιούται να λαμβάνει φαγητό από τους γονείς του γιατί του το οφείλουν ως κάτι το αυτονόητο, από τη στιγμή που αποφάσισαν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί.
Αυτό το παιδί μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μπορεί να δείξει το θυμό του, όταν κάποιος πάει να εμποδίσει την κίνηση που κάνει εντελώς φυσικά, και του προβάλλει επιχειρήματα τα οποία το παιδί δεν καταλαβαίνει, δεν μπορεί να καταλάβει και δεν θα έπρεπε να καταλάβει, επειδή στερούνται νοήματος και είναι κατανοητά µόνο υπό το πρίσμα της προσωπικής ιστορίας της γιαγιάς. Αν ένα μικρό παιδί παρατηρήσει ότι οι γονείς στο τραπέζι λένε «παρακαλώ» και «ευχαριστώ», θα κάνει το ίδιο αυτομάτως, χωρίς να χρειαστεί να του το επιβάλουν.
Το γεγονός ότι µια τέτοιου είδους απόπειρα επιβολής προκάλεσε θυμό στον Ντάνιελ είναι απολύτως κατανοητό. Είχε τη δυνατότητα να εκφράσει αυτόν το θυμό, επειδή μπορούσε να κάνει µια σύγκριση: τη σύγκριση ανάμεσα στον τρόπο που πήγε να του εκφράσει την επιβολή της η γιαγιά και στις καλές εμπειρίες που είχε µε τους γονείς του.
Εμάς μπορεί να μην μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Μπορεί όμως να θυμηθούμε ότι π.χ. η μητέρα ή ο πατέρας μας, μας διαπαιδαγωγούσε µε αυτόν τον τρόπο, δίχως να μπορέσουμε να διαμαρτυρηθούμε. Και πώς να το τολμούσαμε άλλωστε αν Βρισκόμασταν υπό την απόλυτη κυριαρχία τους; Δεν θα μπορούσαμε ίσως να πούμε : «Αν µου φέρεσαι έτσι, θέλω να πάω στη μαμά µου», γιατί αυτή ήταν η μαμά µου. Δεν θα μπορούσαμε καν να αντιληφθούμε το κακό που μπορεί να μας έκανε, γιατί δεν θα ξέραμε άλλη συμπεριφορά.
Χάρη σε αυτό το σύντομο επεισόδιο µε τον Ντάνιελ ενδεχομένως να μπορέσουμε να καταλάβουμε ότι η τραγωδία της παιδικής µας ηλικίας –εάν υπήρχε ως τέτοια-δεν ήταν µόνο ότι μπορεί να ήμασταν διαρκώς στο έλεος των διαπαιδαγωγικών μεθόδων των άλλων, ούτε ότι φοβόμασταν να προβάλουμε αντιστάσεις, αλλά πάνω από όλα ότι αδυνατούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συνέβαινε.
Το τρίχρονο αγοράκι και πιθανότατα, πολλά άλλα παιδιά, που σήμερα μεγαλώνουν µε μεγαλύτερη ελευθερία, μπόρεσε να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του, να αμφισβητήσει την όλη κατάσταση και να διατυπώσει τις ανάγκες του. Η εξέλιξη της ιστορίας συνάδει µε έναν φυσικό νόμο υγιούς αυτοάμυνας, και κατά συνέπεια αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο αυτός ο φυσικός νόμος παρέμενε ανίσχυρος τόσον καιρό.
Μα στην ουσία τα παιδικά τραύματα καταστρέφουν αυτήν ακριβώς τη φυσική, έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου. Έτσι η δυνατότητα αυτή πρέπει να ανακαλυφθεί εκ νέου µέσω μιας θεραπευτικής διαδικασίας, για να αποκτήσει η θολή ανάμνηση της ιστορίας των παιδικών χρόνων, µε όλες τις εξόφθαλμες και λανθάνουσες κακοποιήσεις, σαφήνεια στη συνείδηση του ενηλίκου και να πάψει να τον μπλοκάρει µε ενοχές.
Ο Ντάνιελ φαίνεται πως δεν έχει τέτοια μπλοκαρίσματα. Εάν δεν είχε βιώσει τις καλές εμπειρίες µε, τους γονείς του, το παραμικρό άγγιγμα της γιαγιάς του, που τον εμπόδισε να σερβιριστεί δεύτερη μερίδα, πιθανότατα θα τον έκανε να ντραπεί.
Θα ντρεπόταν γιατί θα πίστευε ότι έκανε κάτι λάθος, ότι δεν είχε καλούς τρόπους, θα ντρεπόταν ακόμη και για το ότι ένιωθε περήφανος για την αυτάρκειά του. Γιατί ακριβώς η αυτάρκεια του Ντάνιελ ήταν που ενόχλησε προφανώς, ή τουλάχιστον δεν έγινε αποδεκτή τη στιγμή που το παιδί θέλησε να «εξασφαλίσει τροφή», δηλαδή να κάνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τον εαυτό του. Τον συγκράτησαν και πήγαν να του προκαλέσουν αβεβαιότητα.
Εάν είχε μεγαλώσει σύμφωνα µε τις επιταγές της παιδαγωγικής, θα είχε καταγραφεί για πάντα στο μυαλό και στο σώμα του το εξής δίδαγμα: Δεν πρέπει να απολαμβάνω το φαγητό, δεν πρέπει να ικανοποιώ την όρεξή µου, ακόμη κι αν υπάρχει αρκετό φαγητό. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να κάνω πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω, πρέπει να υπακούσω σε έναν ακατανόητο κανόνα που µου κόβει την όρεξη, που µου δημιουργεί ένταση, που µου προκαλεί αισθήματα ενοχής και ντροπής και απέναντι σε όλα αυτά είμαι εντελώς ανίσχυρος.
Οι συνέπειες μπορεί να είναι χρόνια δυσπεψία, διάφορες διατροφικές διαταραχές, όπως η ψυχαναγκαστική υπερφαγία και η νευρική ανορεξία, η παχυσαρκία, ανα¬λόγως της μετέπειτα εξέλιξης του ατόμου.
Αναφέροντας αυτό το περιστατικό δεν θέλω να πω ότι ένας άνθρωπος θα αρρωστήσει εάν βίωσε μια παρόμοια κατάσταση μία φορά στη ζωή του. Είδαμε άλλωστε πόσο επιδέξια χειρίστηκε το γεγονός ο τρίχρονος Ντάνιελ δίχως να επιτρέψει να τον βλάψουν. Δεν πρόκειται για κάποια σοβαρή τραυματική εμπειρία, και πιθανότατα το περιστατικό δεν θα έχει επιπτώσεις στον Ντάνιελ, που κατάφερε να αμυνθεί. Αν όμως δεν ήταν ο εγγονός, αλλά ο γιος αυτής της γυναίκας, δεν θα είχε άλλη λύση παρά να υποταχθεί στους χειρισμούς που ονομάζονται ανατροφή, και εκτός από διατροφικές διαταραχές να αναπτύξει ποικίλες αναστολές που θα μείωναν την αυτοπεποίθησή του.
Επειδή το πληγωμένο παιδί που κρύβει μέσα του ο ενήλικος μπορεί να εκφραστεί σχετικά με τα τραύματα του μόνο μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις του, όπως και μέσα από τα συναισθήματά του, η όποια θεραπευτική διαδικασία πρέπει να του εξασφαλίσει την πρόσβαση σε αυτές τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Η πρόσβαση αυτή παραμένει κλειστή, εάν αρκεστεί κανείς σε θεωρίες και υποθέσεις που απευθύνονται μόνο στη νόηση. Όσο και αν οι θεωρίες αυτές είναι στη μόδα, θα παραμένουν πάντα αυταπάτες.
Σκοπός μιας θεραπείας, είναι να κάνει το παιδί μέσα μας, αυτό που κάποτε βουβάθηκε, να μιλήσει και να αισθανθεί. Σταδιακά θα πάψει να απωθεί την απαγορευμένη γνώση, και στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ο ασθενής θα ανακαλύψει συνάμα την προσωπική του ιστορία, τον εαυτό του και τη θαμμένη ικανότητά του να αγαπάει. Μια τέτοια θεραπευτική διαδικασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο από κάποιον (γυναίκα ή άνδρα) που επιτρέπει στο παιδί μέσα του και στη γνώση αυτού του παιδιού να επιστρέψουν από τον τόπο εξορίας τους, ή τουλάχιστον επιδιώκει να το κάνει – επειδή θέλει πάση θυσία να μάθει τη δική του αλήθεια.
_____________
Πηγή : Alice miller, “H απαγορευμένη γνώση “, Μετάφραση: Πελαγία Τσινάρη, 2011, Εκδ. Ροές.
Κων/νος Βαλιώζης – B.Sc.Ψυχολογίας Σύμβουλος Προσωποκεντρικής προσέγγισης
Aν σας άρεσε….
Κοινοποιήστε το,με με το μαγικό κουμπάκι του facebook που υπάρχει κάτω από την ανάρτηση!
το είδαμε στο.childit.gr
photo credits:littlelaminade.com

Close