Η αγκαλιά που χώνεσαι εσύ,  και σφίγγεσαι μέσα της, ΤΙ ΧΡΩΜΑ ΕΙΝΑΙ;

Μια μέρα, ο Μπλε πήγε για καφέ με την Κίτρινη.

Του άρεσε πολύ αυτή η κίτρινη κοπέλα! Ήταν όμορφη, γελούσε με τα αστεία του, μύριζε υπέροχα!
Και της Κίτρινης, της άρεσε ο Μπλε! Φορούσε ζεστό μπλε μπουφάν και κομψό μπλε πουλόβερ. Η Κίτρινη τον αγάπησε λίγο, επειδή εκείνος είχε όμορφα μπλε μάτια!
Και μετά από λίγο καιρό, τον αγάπησε πολύ!

Λέει μια μέρα ο Μπλε στην Κίτρινη “θέλω να είμαστε μαζί για πάντα”.

Η Κίτρινη που τον σκεφτόταν κάθε μέρα και τον ονειρευόταν και της άρεσε πολύ όταν της έδινε μπλε φιλιά, ήταν πολύ ευτυχισμένη. Φόρεσε νυφικό και γοβάκια και αστραφτερό πέπλο στα μακριά κίτρινα μαλλιά της και παντρεύτηκε τον Μπλε της πρίγκιπα σ΄ έναν νεραϊδένιο κιτρινομπλέ γάμο! Οι καλεσμένοι πήραν μπλε και κίτρινες μπομπονιέρες και έφαγαν μπλε-κίτρινη τούρτα!
Ήταν μια εντελώς μπλε και κίτρινη μέρα!

Μπλέχτηκε το μπλε με το κίτρινο, έκαναν αγκαλιές κι αγάπες και 9 μήνες αργότερα γεννήθηκε ένα αστείο πλασματάκι, ένα ξεχωριστό μωράκι. Το κοριτσάκι τους. Είχε μπλε και κίτρινο αίμα, αφού ο μπαμπάς της ήταν μπλε και η μαμά της ήταν κίτρινη, όμως εκείνη ήταν πράσινη. Όπως όλα τα παιδάκια που παίρνουν λίγο χρώμα από το μπαμπά τους, λίγο χρώμα από τη μαμά τους και έτσι φτιάχνουν το δικό τους χρώμα στη ζωή. Το κοριτσάκι της ιστορίας μας ήταν η Πράσινη. Με τα πράσινα ματάκια, το πράσινο ζακετάκι, τα πράσινα καλτσάκια και τα πράσινα παντοφλάκια που ποτέ δεν φόραγε κι ας φώναζε όλη μέρα η Κίτρινη μαμά της, “θα παγώσουν τα πόδια σου, φόρα παντόφλες, μ’έσκασες πια!”

Λίγο καιρό αργότερα, λίγα χάδια κι αγκαλιές μετά, γεννήθηκε άλλο ένα πράσινο μωρό, με μπλε και κίτρινο αίμα στις φλεβίτσες του. Ένας μικρός Πράσινος μπέμπης, που όλο έκανε ζημιές στο μπλε-κίτρινο σπίτι, και σκαρφάλωνε παντού κι όλο έτρεχε η Κίτρινη μαμά να τον πιάσει να μην πέσει και χτυπήσει.

Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Ο μπαμπάς Μπλε και η μαμά Κίτρινη δούλευαν πολύ, δεν προλάβαιναν πια να κάνουν πολλές αγκαλιές κι αγάπες, ούτε πήγαιναν πια για καφέ πολύ συχνά.
Και η μαμά Κίτρινη δεν γελούσε πια με τα αστεία του μπαμπά Μπλε και τον μπαμπά δεν τον ένοιαζε πια πολύ το άρωμα της μαμάς που κάποτε το είχε αγαπήσει.

Μία μέρα είπαν ο Μπλε και η Κίτρινη “αγαπιόμαστε αλλά δεν θέλουμε να μένουμε άλλο μαζί γιατί στεναχωριόμαστε. Δεν θέλουμε άλλο να είμαστε λυπημένοι. Αν μένουμε σε διαφορετικά σπίτια, θα είμαστε πιο χαρούμενοι και θα αγαπιόμαστε από μακριά, θα χωρίσουμε για να μη μαλώνουμε”.

Έτσι, ο Μπλε έμεινε σ’ ένα μπλε σπίτι και η Κίτρινη σε ένα κίτρινο. Ήταν λίγο δύσκολα και ένιωθαν λίγο άσχημα, όμως ήξεραν πως καμιά φορά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, πρέπει να φανείς δυνατός και να ξεκινήσεις τη ζωή σου από την αρχή.

Όμως η Πράσινη και ο Πράσινος, τα παιδάκια τους, δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Έλεγαν “γιατί δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μαζί; Γιατί δε μένουμε μαζί πια όλοι στο μπλε – κίτρινο σπίτι μας; Δεν μας αρέσει που μένει αλλού ο μπαμπάς, δεν είναι ωραίο αυτό το πράγμα που το λένε χωρισμός!”

Τότε η Κίτρινη και ο Μπλε είπαν στα παιδιά τους “Το σπίτι του μπαμπά και το σπίτι της μαμάς θα είναι πάντα και δικό σας σπίτι. Σπίτι δεν είναι μόνο ένα πάτωμα και ένα ταβάνι. Σπίτι είναι και η αγκαλιά που τρέχουμε όταν έχουμε ανάγκη, όταν φοβόμαστε, όταν κλαίμε, όταν πονάμε και όταν αγαπάμε. Τα χέρια του μπαμπά θα γίνονται ΣΠΙΤΙ και φωλιά για να κρυφτούμε, όπου κι αν μένει, η αγκαλιά της μαμάς θα είναι πάντα ανοιχτή και θα μας περιμένει ακόμα κι όταν κάνουμε λίγα βήματα πιο πέρα. Μέχρι να μεγαλώσετε, ν’ ανοίξετε φτερά και να φτιάξετε το δικό σας ΠΡΑΣΙΝΟ σπίτι, το σπίτι σας θα είναι όπου πατάνε τα πόδια του μπαμπά και όπου ανοίγει βήμα η μαμά.”
Ο Πράσινος μπέμπης και το Πράσινο κοριτσάκι χαμογέλασαν. Ήταν Κυριακή. Σήμερα θα πήγαιναν μια μπλε βόλτα στη θάλασσα με τον μπαμπά. Την άλλη Κυριακή θα πήγαιναν μια κίτρινη βόλτα στο πάρκο με τη μαμά, να παίξουν στον ήλιο. Καμιά φορά πρέπει να ξεκινάμε τη ζωή από την αρχή. Μα ο μπαμπάς και η μαμά μας αγαπάνε χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Μας αγαπάνε σε μικρά σπίτια, σε μεγάλα, σε σπίτια σε θάλασσα και σε βουνό. Καμιά φορά ταξιδεύουν πολύ, για να μας δούνε λίγο κι άλλες φορές ζεσταίνουν τις καρδιές μας από το τηλέφωνο κι από το κομπιούτερ, μόνο. Μα πάντα μας δένει αόρατη κλωστή από ατσάλι, που όσο κι αν τεντώσει, ποτέ ποτέ δεν σπάει. Μας αγαπάνε μπλε, μας αγαπάνε κίτρινα, μας αγαπάνε μοβ και κόκκινα και ροζ.

Και αν χρειαστεί, η αγκαλιά είναι πάντα εκεί.

Η αγκαλιά που χώνεσαι εσύ, και σε κρατάει δυνατά και κλείνεις τα μάτια σου και σφίγγεσαι μέσα της, ΤΙ ΧΡΩΜΑ ΕΙΝΑΙ;

Το σκίτσο είναι της  Antonia Katsarou 

Close