Εάν σου δείξω την ζωγραφιά μου, θα βουτήξεις στην ψυχή μου;

Τα παιδιά αποθέτουν σημάδια, σήματα, μηνύματα. Κάθε μέρα καινούργια. Αυτό γίνεται μέσω της γλώσσας (ομιλία), του σώματος, με τη σχηματική διαμόρφωση-την εικόνα. Το ερώτημα είναι: Μπορούν οι μεγάλοι να αντιληφθούν, να αναγνωρίσουν και να ασχοληθούν με σεβασμό και αγάπη με αυτά;

 

 Ο πρώτος εκφραστικός τρόπος του παιδιού είναι η κίνηση. Το βρέφος εκφράζεται-ανοίγει την καρδιά του – κλωτσώντας με τα πόδια του, κουνώντας τα χέρια του και στρέφοντας το κεφάλι του. Αργότερα συνοδεύει τις δραστηριότητες του με άναρθρες φωνούλες, κραυγές, γέλιο. Η χαρά του δείχνει διάθεση κοινωνικοποίησης, εκφράζει με αυτό τον τρόπο την άνεση ή τη δυσαρέσκεια του.
Το παιδί ξεφωνίζει όταν πεινάει και γυρίζει το κεφάλι του όταν έχει χορτάσει ή δεν έχει διάθεση επικοινωνίας. Ευχάριστα καθώς και δυσάρεστα αισθήματα μετατρέπονται σε κινήσεις. Στη συνέχεια το παιδί αρχίζει το παιχνίδι. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί επιστήμονες από διάφορους χώρους έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στην κατανόηση της παιδικής ζωγραφιάς. Πρέπει να επισημανθεί αρχικά ότι το να σχεδιάζεις και να ζωγραφίζεις είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Κάθε εικόνα αντικατοπτρίζει χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του δημιουργού της. Ή και αντίστροφα. Η ερμηνεία ενός σχεδίου έχει πάντα να κάνει με την άποψη, την θέση του παρατηρητή. Με αυτόν τον τρόπο η κάθε εικόνα επιτρέπει διάφορα συμπεράσματα. Η απλή σχηματική ερμηνεία των συμβόλων είναι ανεύθυνη όπως και μια ερμηνεία που στερείται το ιστορικό φόντο και την διαδικασία που οδήγησε στην δημιουργία της. Η ερμηνεία των συμβόλων δεν μπορεί να υπόκειται σε σταθερούς κανόνες. Ένα σύμβολο μπορεί να είναι γενικό, καθολικό. Η σημασία του όμως είναι προσωπική. Οι ζωγραφιές μπορούν να μας επιβεβαιώσουν αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Αποσπασμένες από τις σχέσεις τους μπορούν να μας παραπλανήσουν (DiLeo, 1992).
Σε αυτό το σημείο δημιουργείται το ερώτημα «πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τις αλήθειες που είναι κρυμμένες στις ζωγραφιές των παιδιών;» Αρχικά πρέπει να γίνει μια διείσδυση στην εικόνα και να τεθούν ερωτήματα και προβληματισμοί. Για να εμβαθύνουμε στην εικόνα χρειάζεται υπομονή , συμ-πάθεια και ζωηρό ενδιαφέρον. Θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τις συνθήκες ζωής του παιδιού, το πλέγμα των σχέσεων στην οικογένεια και το σχολείο. Θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη τις εσωτερικές συγκρούσεις του παιδιού που ζωγραφίζει. Ακόμη και η παρατήρηση της συμπεριφοράς του παιδιού την ώρα που ζωγραφίζει παίζει σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία της ζωγραφιάς. Σβησίματα με γομολάστιχα ή όποιο άλλο τρόπο διαγραφής αποτελούν ενδεχομένως ένδειξη συγκρούσεων και ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Σύμφωνα με τον Furth, 1991, οι σημαντικότερες ερωτήσεις όταν πρωτοκοιτάζει κάποιος μια ζωγραφιά είναι :
-Ποιό συναίσθημα μου προκαλεί αυτή η εικόνα;
-Ποιά «παράδοξα» βλέπω που πρέπει να αναγνωρίσω;
-Τί υπάρχει στο επίκεντρο;
-Τί λείπει;
-Ποιά εμπόδια (αναστολές) υπάρχουν που πρέπει να αποκαλυφθούν;
-Τί μέγεθος, σχήμα και κατεύθυνση κίνησης έχουν τα αντικείμενα που παρουσιάζονται στην εικόνα;
-Υπάρχουν παραλείψεις, επισκιάσεις, πράγματα αποκομμένα, περικλεισμένα, υπογραμμισμένα, διαφανή γραψίματα στο πίσω μέρος της εικόνας; Υπάρχουν παραμορφωμένες μορφές;
-Τί επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά;
Όλα αυτά πρέπει να τα «βλέπει» κανείς πάντα στο επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού στη συγκεκριμένη στιγμή, να αποδέχεται την ατομικότητά του, να ενδιαφέρεται για το παρελθόν του παιδιού που ζωγραφίζει καθώς και τις σημερινές σχέσεις της ζωής του. Η κατανομή των στοιχείων της εικόνας στο χώρο, τα χρώματα και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξίσου σημαντικά. Ωστόσο, ο Furth, 1991, επισημαίνει ότι σε όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνονται γενικεύσεις. Σύμφωνα με τον Furth, 1991, μια ζωγραφιά μπορεί να αντικατοπτρίζει τη ζωή ενός ατόμου. Είναι γεμάτη ή άδεια; Πόσος χώρος έχει χρησιμοποιηθεί; Μια γεμάτη εικόνα θα μπορούσε να δείχνει δύναμη ζωής ή να εκφράζει την επιθυμία για αυτή.
Οι τοποθετήσεις των στοιχείων στα άκρα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα ξεχώρισμα του ατόμου από τους άλλους. Είναι πολύ σημαντικό να αποφεύγουμε τα γρήγορα συμπεράσματα. Πρέπει να δίνουμε στα παιδιά τον χρόνο να ακολουθούν τον δικό τους ρυθμό και να αναπτύσσουν τη δική τους εικαστική γλώσσα. Δεν πρέπει να τους υποδεικνύουμε πώς να ζωγραφίζουν και το πιο σημαντικό να μην τα κρίνουμε. Σύμφωνα με τον Strauss, «το παιδί φαντασιοσκοπεί». Η ψυχή του παίζει με αυτό που βίωσε και θυμάται.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα διηγηματικό – εικονογραφικό στοιχείο. Συναντάμε διάφορα επίπεδα βιωματικής ζωής: ό,τι έχει παρατηρήσει ξύπνιο και ό,τι έχει νιώσει στα όνειρά του. Αυτά που είδε και αυτά που ένιωσε βρίσκονται συχνά άμεσα αντιμέτωπα. Οι ζωγραφιές εικονογραφούν μεταβολές και διαστρωματώσεις των πιο ποικίλων περιοχών (κύκλων) της αντίληψης» .
Οι ζωγραφιές των παιδιών μας δείχνουν πώς βλέπουν τον κόσμο, τις σχέσεις και τις αναφορές τους. Μέσα από αυτές φαίνεται ολόκληρο το διανθρώπινο πλέγμα με όλες του τις δυσκολίες σε επιτυχία και αποτυχία, λύπη και χαρά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε ανοιχτοί στην αποκωδικοποίηση της πληροφορίας που μας στέλνουν και χωρίς απολυτότητα και κριτική διάθεση να τα αφήνουμε να μας ταξιδέψουν στον μαγικό κόσμο της ψυχής τους.

Close