Προφήτης Ηλίας: Η θαυματουργή προσευχή στον Άγιο που δεν πέθανε ποτέ για προστασία από το κακό

Προφήτης Ηλίας: Η θαυματουργή προσευχή στον Άγιο που δεν πέθανε ποτέ για προστασία από το κακό

Μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα - Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του Προφήτη Ηλία.

Στις 20 Ιουλίου, η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Προφήτη Ηλία, που έζησε και έδρασε το 90-100 Π.Χ.Ο προφήτης Ηλίας θεωρούνταν κύριος της βροχής, των βροντών και των κεραυνών, ενώ το όνομα του συνδέθηκε με τον καυτό καλοκαιρινό Ηλιο ,αλλά και τις καλοκαιρινές μπόρες, λόγω της ιδιότητας του  ως ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και δυναμικός αντιπρόσωπος του Θεού και λόγω του τρόπου ζωής του όλες οι εκκλησίες που είναι αφιερωμένες σε αυτόν βρίσκονται σε κορυφές βουνών και λόφων. Δείτε την θαυματουργή προσευχή για προστασία από το κακό και τους εχθρούς.

Βιογραφία Αγίου

Μέσα στη χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του προφήτη Ηλία. Στην Καινή Διαθήκη το όνομα του προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου» (Λουκ., κεφ. α, στ. 17), θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του προφήτη Ηλία, θα ήταν ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, όπως ο λαός τον περίμενε να ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιο του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραδεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».

Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού. Ακόμα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ακούοντας τη διδασκαλία και βλέποντας τα θαύματά του, έβλεπαν τον προφήτη Ηλία, που είχε ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός ρώτησε· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οι μαθητές είπαν: «Ἰωάννην τὸν βαφτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν….».

Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι’ αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ και άνηκε στην φυλή του Ααρών. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.

Προφήτης Ηλίας: O Ζωντανός Άγιος- Σήμερα δεν εορτάζουμε την κοίμηση, γιατί ο προφήτης δεν πέθανε ποτέ

Καύσωνας : Αυτή είναι η ειδική προσευχή της Εκκλησίας μας

Ο Προφήτης Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873 – 854 π.Χ. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς κι εναντίον τους ήταν ο πόλεμος του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, αυτή λοιπόν κυνήγησε πολύ τον προφήτη Ηλία, γι’ αυτό κι εκείνος αναγκαζόταν διαρκώς να φεύγει και να κρύβεται. Η Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία, όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Πρώτο μεγάλο σημείο, που έδωσε ο προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε και δεν έβρεξε για τριάμισι χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα ο Προφήτης κρυβόταν σε μια σπηλιά σ’ ένα χείμαρρο πέρ’ από τον Ιορδάνη. Εκεί υπήρχε λίγο νερό κι ένας κόρακας του πήγαινε τροφή κάθε πρωί. Όταν στέρεψε το νερό, έφυγε ο Προφήτης και πήγε στα Σάρεπτα της Σιδωνίας· όλα αυτά με εντολή του Θεού. Εκεί φιλοξενήθηκε σε μια χήρα γυναίκα, που είχε λίγο αλεύρι και λίγο λάδι, κι όμως έτρωγαν όλο τον καιρό και δεν έλειψαν. Η χήρα γυναίκα είχε ένα παιδί κι έτυχε να αρρωστήσει και να πεθάνει. Τότε ο Προφήτης προσευχήθηκε κι ανάστησε το παιδί.

Δεύτερο μεγάλο σημείο, που έδειξε ο Προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε κι ήλθε φωτιά από τον ουρανό. Με προσταγή του βασιλέα Αχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι ειδωλολάτρες ψευτοιερείς, που τους προστάτευε η Ιεζάβελ. Τότε ο προφήτης Ηλίας τους προκάλεσε σ’ ένα διαγωνισμό. Του είπε κι έβαλαν πάνω στο θυσιαστήριο τα ξύλα και το σφάγιο για θυσία, και άρχισαν να τρέχουν γύρω και να φωνάζουν όλη την ήμερα τον ψεύτικο θεό Βάαλ, για να ρίξει φωτιά· «και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις». Τότε ο Προφήτης τους είπε· «Κάνετε πέρα! Τώρα θα κάνω εγώ τη θυσία μου». Έκανε δικό του θυσιαστήριο, έβαλε κι έβρεξαν καλά τρείς φορές τα ξύλα με νερό κι ύστερα προσευχήθηκε. Έπεσε τότε φωτιά από τον ουρανό κι αναποδογύρισε κι έκαψε ολόκληρο το θυσιαστήριο.

Προφήτης Ηλίας: O Ζωντανός Άγιος- Σήμερα δεν εορτάζουμε την κοίμηση, γιατί ο προφήτης δεν πέθανε ποτέ

Ύστερα απ’ αυτό το σημείο, ο λαός έπιασε τους τετρακόσιους ψευτοϊερείς κι ο προφήτης Ηλίας τους τιμώρησε αυστηρά. Η Ιεζάβελ, αγριεμένη, κυνήγησε τον Προφήτη κι εκείνος έφυγε ψηλά στο Χωρήβ, εκεί που πριν πεντακόσια χρόνια ο Μωϋσής άκουσε τη φωνή του Θεού κι είδε τη βάτο να φλέγεται και να μην καίγεται. Εκεί ο προφήτης Ηλίας κρυβόταν σε μια σπηλιά κι ο Θεός τον δίδαξε ένα σπουδαίο μάθημα. Του είπε· «Ανέβα ψηλά στην κορυφή, και θα δεις το Θεό. Θα περάσει δυνατός αέρας· θα γίνει σεισμός· θα δεις φωτιά και θα περάσει ένα ανάλαφρο και δροσερό αεράκι. Ο Θεός δεν θα είναι ούτε στη θύελλα ούτε στο σεισμό ούτε στη φωτιά, αλλά στο ανάλαφρο αεράκι».

Άλλα θαυμαστά σημεία του προφήτη Ηλία ήταν ότι διέσχισε τον Ιορδάνη ποταμό με την μυλωτή του και τέλος ότι αντί να πεθάνει ανελήφθη με άρμα πυρός στον ουρανό.

Να σημειώσουμε, ότι ο προφήτης Ηλίας, μετά από οκτώ ή δέκα χρόνια από την ανάληψη του, απέστειλε γράμματα (ίσως δι’ Αγγέλου) στον βασιλέα Iωράμ, προβλέποντας τον θάνατο του επειδή απομακρύνθηκε από την λατρεία του αληθινού Θεού: «καὶ ἦλθεν αὐτῷ ἐν γραφῇ παρὰ ᾿Ηλιοὺ τοῦ προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου· ἀνθ’ ὧν οὐκ ἐπορεύθης ἐν ὁδῷ ᾿Ιωσαφὰτ τοῦ πατρός σου καὶ ἐν ὁδοῖς ᾿Ασὰ βασιλέως ᾿Ιούδα» (Παραλειπομένων Β’, κεφ. 21, στίχος 12).

Το δε βιβλίο Σοφία Σειράχ αναφέρει ότι: «ΚΑΙ ἀνέστη ᾿Ηλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο…. ὡς ἐδοξάσθης, ᾿Ηλία, ἐν τοῖς θαυμασίοις σου· καὶ τίς ὅμοιός σοι καυχᾶσθαι; ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου καὶ ἐξ ᾅδου ἐν λόγῳ ῾Υψίστου· ὁ καταγαγὼν βασιλεῖς εἰς ἀπώλειαν καὶ δεδοξασμένους ἀπὸ κλίνης αὐτῶν· ὁ ἀκούων ἐν Σινᾷ ἐλεγμὸν καὶ ἐν Χωρὴβ κρίματα ἐκδικήσεως· ὁ χρίων βασιλεῖς εἰς ἀνταπόδομα καὶ προφήτας διαδόχους μετ᾿ αὐτόν· ὁ ἀναληφθεὶς ἐν λαίλαπι πυρὸς ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων…. μακάριοι οἱ ἰδόντες σε καὶ οἱ ἐν ἀγαπήσει κεκοσμημένοι, καὶ γὰρ ἡμεῖς ζωῇ ζησόμεθα.» (Σοφία (Σειράχ, μη΄, 1<-11>).

Ο ζωντανός Αγιος

Προφήτης Ηλίας: O Ζωντανός Άγιος- Σήμερα δεν εορτάζουμε την κοίμηση, γιατί ο προφήτης δεν πέθανε ποτέ

Πρόδρομος της πρώτης, αλλά και δευτέρας ελεύσεως του Χριστού μας, αποτελεί κορυφή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, ξεχωριστή μορφή για την ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας, προσωπικότητα μαρτυρίας ένθεης ζωής, πριν και κατά τη διάρκεια της επιγείου παρουσίας του Χριστού, αλλά και μετά από αυτήν. Είναι ο προφήτης που ενώνει στο έργο του όλες τις φάσεις του σχεδίου της σωτηρίας μας, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ως εικονίζων την υπέρβαση του χρόνου, ως εικονίζων τον «χθες και σήμερον και εις τους αιώνας», τύπος του «πάλαι ποτέ, του «νυν» και «αεί» Ιησού Χριστού.

Είναι ο προφήτης που εικονίζει την κυριαρχία του Δημιουργού επί της κτίσεως, ο προφήτης του πυρός που κατέφαγε το θυσιαστήριο, του ύδατος του «διηρημένου εν τω Ιοδράνη», της του Θεού απαλής αύρας, της ξηράς, της ξηρασίας, της ανομβρίας. Είναι ο προφήτης που ενώνει την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη και τα έσχατα, πρόδρομος της παρουσίας, του έργου και της θαυματουργίας του Κυρίου.

Νήστευε σαράντα ημέρες και νύχτες, καθώς πορευόταν προς το όρος Χωρήβ, όπου συνομίλησε με τον Θεό και έγινε μάρτυρας της θειικής φωνής μέσα στη δροσερή και λεπτή αύρα, το απαλό αεράκι, προεικονίζοντας τη νηστεία του Θεανθρώπου στην έρημο. Διαβεβαίωσε τη χήρα στα Σεραπτά ότι το αλεύρι και το λάδι δεν θα έλειπαν από το σπίτι της, καθώς η πείνα και η δίψα είχαν θερίσει τον πληθυσμό της περιοχής, μέχρι που τρία χρόνια αργότερα παρακάλεσε τον Θεό για βροχή, προεικονίζοντας έτσι το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων.

Ανέστησε τον νεκρό υιό της, προεικονίζοντας την ανάσταση από τον Χριστό του νεκρού υιού της χήρας της Ναίν. Δεν δίστασε να ελέγξει τον επίγειο άρχοντα του Ισραήλ, βασιλέα Αχαάβ, ο οποίος, επηρεασμένος από τη σύζυγό του, ως άλλος Ηρώδης υπό της Ηρωδιάδος, έστειλε ανθρώπους να τον θανατώσουν, προεικονίζοντας τον έλεγχο της αμαρτίας «εν τη σαρκί» του Ιησού Χριστού και την μέλλουσα κρίση, όπου ο άρχων του κόσμου τούτου «βληθήσεται έξω». Διαίρεσε τα ύδατα στον Ιορδάνη «ένθεν και ένθεν», χτυπώντας τα με το μανδύα του, κα πέρασε στην απέναντι όχθη με τον προφήτη Ελισσαίο, προεικονίζοντας το θαυμαστό γεγονός της στροφής του Ιορδάνου εις τα οπίσω κατά την βάπτιση του Χριστού. Ανελήφθη με πύρινο άρμα στον ουρανό, προεικονίζοντας την θεόσωμο Ανάληψη του Κυρίου.

Μεγάλος προφήτης,  ίνδαλμα θεοσεβείας. Έβλεπε την ανομία των ανθρώπων, την ειδωλολατρία των ομοεθνών του, και ταραζόταν από θυμό και ιερή αγανάκτηση. Η θερμή του προσευχή κατέβασε φωτιά εξ ουρανού που έκανε στάχτη το πέτρινο θυσιαστήριο.

Θα τον δούμε ζωντανό και πάλι, γιατί δεν πέθανε, όπως ζωντανό τον είδαν κατά τη Μεταμόρφωση στο Θαβώρ οι τρεις μαθητές. Στους έσχατους καιρούς της ιστορίας θα τον δούν όλοι οι άνθρωποι να κηρύττει μαζί με τον προφήτη Ενώχ την δεύτερη και φοβερή παρουσία του Χριστού· θα τον δούνε να ελέγχει την αποστασία των ημερών εκείνων, να εξοντώνει τους ιερουργούντες την σύγχρονη ειδωλολατρία, όπως εξολόθρευσε τότε τους ιερείς των ειδώλων, που παραπλάνησαν τον Ισραήλ· θα τον δούν να μιλά άφοβα για το βδέλυγμα της ερημώσεως, τον αντίχριστο, που θα είναι τότε παγκόσμιος κυβερνήτης· θα τον δούνε να θανατώνεται στην Ιερουσαλήμ, να μένη άταφος, αλλά και να ανασταίνεται σωματικά μαζί με τον Ενώχ, προς έκπληξίν όλων των ανθρώπων.

Ζει ο άγιος και είναι παρών στον κόσμο μας, κρυπτόμενος, αναμένων να προσκαλέσει και πάλι τον άνθρωπο σε μετάνοια, καθώς «εγγύς η Βασιλεία των ουρανών». Όσοι τελούμε τη μνήμη του, ας γνωρίζουμε ότι δεν τελούμε μνημόσυνο ανθρώπου που πέρασε στην άλλη πλευρά της ζωής, αλλά μνήμη αγίου ζωντανού, που δεν θα διστάσει να ελέγξει και τις δικές μας αμαρτίες, κλήρου και λαού, πιστών και απίστων, φτωχών και πλουσίων, αρχόντων και αρχομένων· δεν θα διστάσει να τραβήξει την μάχαιρα όχι την υλική, αλλά αυτήν του πνεύματος, για να αποδιώξει νόσους πνευματικές και να καθαρίσει την λέπρα της ανομίας, ώστε να οδηγηθεί η ανθρωπότητα στη μετάνοια.

 Γιατί όλες οι εκκλησίες είναι πάντα στο πιο ψηλό σημείο;

Προφήτης Ηλίας: O Ζωντανός Άγιος- Σήμερα δεν εορτάζουμε την κοίμηση, γιατί ο προφήτης δεν πέθανε ποτέ

λόγω του τρόπου ζωής του όλες οι εκκλησίες που είναι αφιερωμένες σε αυτόν βρίσκονται σε κορυφές βουνών και λόφων.

Ο Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν Ισραηλίτης προφήτης του Θεού, γιος του Σωβάκ και καταγόταν από το χωριό Θέσβη της Γαλαάδ. Το όνομα του αποτελεί ελληνική μεταφορά του αντίστοιχου εβραϊκού ονόματος Ελιγιαχού (אליהו‎), το οποίο σημαίνει «Ο Θεός μου είναι ο Ιεχωβά», ενώ αναφορές στον προφήτη Ηλία εμπεριέχονται και στο Κοράνι.

Σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στη Θράκη και τη Μακεδονία, ο προφήτης Ηλίας θεωρούνταν κύριος της βροχής, των βροντών και των κεραυνών, ενώ το όνομα του συνδέθηκε με τον καυτό καλοκαιρινό Ηλιο αλλά και τις καλοκαιρινές μπόρες, λόγω της ιδιότητας του προφήτη Ηλία ως ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη.

Τα θαύματα του προφήτη που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι πολλά και συνδέονται με την ιδιότητα του ως ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών, αφού είναι αυτός που κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό, εμπόδισε τη βροχή και δεν έβρεξε για τρεισήμισι χρόνια, ανέστησε τον νεκρό γιο της Σεραφθίας χήρας και έκαψε τους εκατό ανθρώπους που έστειλε ο βασιλιάς Οχοζίας. Επίσης είδε το Θεό στο όρος Χωρήβ και έσχισε τον Ιορδάνη ποταμό και ανελήφθη με πύρινη άμαξα στον ουρανό, αφήνοντας συνεχιστή του έργου του το μαθητή του, Ελισσαίο και στη Μεταμόρφωση του Χριστού στάθηκε δίπλα Του μαζί με τον Μωϋσή.

Ωστόσο ο λόγος που οι εκκλησίες του είναι χτισμένες στο βουνό σχετίζεται με τη λαϊκή παράδοση που αναφέρει ότι ο Αϊ-Λιας ήταν ναύτης που η θάλασσα προσπάθησε πολλές φορές να τον πνίξει και όταν βαρέθηκε τα ταξίδια, αποφάσισε να βρει ένα μέρος που να μην ξέρουν τι είναι θάλασσα και καράβι. Ετσι, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε ένα κουπί στον ώμο και τράβηξε για τη στεριά και όποιον συναντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που κρατάει στα χέρια του και όσο του απαντούσαν «κουπί», τραβούσε ψηλότερα. Οταν κάποτε έφτασε σε ένα ψηλό βουνό συνάντησε έναν τσοπάνη και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που βαστούσε. Ο τσοπάνης το κοίταξε καλά καλά και ύστερα του είπε «ξύλο είναι». Ο Αϊ-Λιας γέλασε ικανοποιημένος και έμεινε από τότε κοντά στους ανθρώπους των βουνών και όπως αναφέρει η παράδοση «Στένει ολόρθο το κουπί, χτίζει μια καλύβα και αποφασίζει να μείνει εκεί όλη του τη ζωή. Για τούτο τον Άγιο Ηλία τον βάνουν πάντα στα ψηλώματα»

Στις 20 Ιουλίου που εορτάζεται η μνήμη του προφήτη, δεν εορτάζουμε την κοίμηση, -γιατί ο προφήτης δεν πέθανε ποτέ- αλλά την ανάληψή του. Συγκεκριμένα ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Προφήτης Ηλίας δεν ανελήφθη όπως ο Κύριος, εις τον ουρανό, αλλά άφησε ο Θεός να φανεί ότι ανελήφθη και ζει κάτω εις την γη με το φθαρτό του σώμα, χιλιάδες χρόνια τώρα.

Η προσευχή στον Προφήτη Ηλία – Για να κόψει το κακό από τη ζωή μας και για προστασία από εχθρούς

Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως ἀρχόμεθα ἀναγινώσκοντες τὸν ΡΜΒ΄ (142) Ψαλμόν. Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τὸ πρωὶ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοί ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σου εἰμι.

Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Στίχος α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Στίχος β΄. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τὸ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς. Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Στίχος γ΄. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν. Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἶτα τὰ παρόντα τροπάρια·

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ. Τὸν ὑψιπέτην τοῦ Κυρίου προφήτην, τὸν ζηλωτὴν καὶ διφρηλάτην πυρφόρον, τιμήσωμεν ἐν ᾄσμασι, πιστοί, Ἡλιοῦ, κράζοντες· ἀνάδειξον προσευχῆς ὑποδήτας δι’ εὐχῆς συντόνου σου, ὁ κιρνῶν ὀμβροτόκους νεφέλας, πάντας, τοὺς πανευλαβῶς σοὶ προσιόντας, ἰσάγγελε ἄνθρωπε.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον. Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ψαλμὸς Ν´(50) Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. ]

Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ· τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καὶ ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· ΔΙΔΑΞΟΝ ΜΕ ΠΡΟΣΕΎΧΕΣΘΑΙ, ἩΛΙΟΥ ΘΕΣΒΙΤΑ. Χ.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας. Δοχεῖον ἀπύθμενον προσευχῆς, ἰσάγγελε μέροψ, δεῖξον σκεῦός με Ἤλιού, εὐχῆς ἀσιγήτου τὸν ἐν ὕμνοις, καὶ μελῳδήμασι θείοις σε μέλποντα.

Ἰδεῖν κατηξίωσαι, Ἡλιοῦ, ἐν τῷ Θαβωρίῳ, τὴν λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ, ἣν πάντας θεάσασθαι ἐν πόλῳ, τοὺς σὲ τιμῶντας ἀπαύστως ἀξίωσον.

Δισσοὺς ὡς κατέφλεξας, Ἤλιού, πεντήκοντα ἄνδρας Ὀχοζίου τοῦ μιαροῦ, κατάφλεξον πάσας ἁμαρτίας, τοῦ σοὶ προσφεύγοντος τάχιστα, δέομαι.

Αἰσχύνης, προφῆτα τοὺς ἱερεῖς, κινούμενος ζήλῳ, ὡς ἀπέκτεινας Ἡλιοῦ, ἁγίῳ τῶν ἔργων με αἷσχύνης, καὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου ἐξάρπασον.

Θεοτοκίον. Ξενίσασα, Πάναγνε, τὸν Θεὸν ἐν τῇ σῇ νηδύι, ὑπὲρ ἔννοιαν ῥυπτικήν, κατέχεις πρὸς τοῦτον παῤῥησίαν, ὑπὲρ ἡμῶν μεσιτεύειν ἑκάστοτε.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος. Ὀμβροτόκους νεφέλας ἐνιαυτοὺς ἔκλεισας, τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ πάλιν ἤνοιξας, αὐτὰς σεπτὲ Ἡλιοῦ, διὰ συντόνων εὐχῶν σου, ὡς ξηρὰ νῦν ἄρουρα, ἅσπερ ἐκδέχομαι.

Νηστευτὴς θεοφόρος ἀναδειχϑείς κόρακα, ἔσχες ἑστιάτορα θεῖον, ἔνσαρκε Ἄγγελε· διὸ βοῶ· Ἡλιοῦ, τροφὴν μοι πέμψον θεόθεν, ψυχικὴν κατάλληλον, ἵνα μὴ πένωμαι.

Μαθητὴς ὧν δικαίου, ὦ Ἡλιοῦ, ἔδωκας, ἔνδικον μισθαποδοσίαν Βάαλ λατρεύουσι, τοῖς ἱερεῦσι· διὸ δικαιοσύνης ἀλήκτου, καὶ χαρᾶς με μέτοχον δεῖξον, κραυγάζω σοι.

Θεοτοκίον. Ἐξ ἁγνῶν σου αἱμάτων ὁ Λυτρωτής, Δέσποινα, γένει τῶν βροτῶν ὡμοιώθη τέλειος ἄνθρωπος, δειχθεὶς ὁ πάντων Θεός, ἐκ τῶν ταμείων τοῦ ᾄδου ὁ ἀνακαλούμενος, κόσμον πρὸς θέωσιν.

Διάσωσον, ἐκ τῶν παγίδων τοῦ πλάνου, δεινῶν καὶ βλάβης τοὺς τιμῶντάς σε, Ἡλιοῦ, προφῆτα πανένδοξε, καὶ σπεύδοντας πάντοτε σαῖς πρεσβείαις.

Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα. Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή. Φωστὴρ παμφαὴς καὶ Ἄγγελος ἐν σώματι, λαμπρὲ Ἠλιού, ἐπώφθης, προφητόφθογγε, διό σοι κραυγάζομεν· ὡς υἱὸν τῆς χήρας ἐζώωσας τὴν νεκρωθεῖσαν πάθεσι πολλοῖς, ψυχὴν τοῦ ἱκέτου σου ἀνάστησον.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε. Προφητῶν ἀκροθίνιον, Ἡλιοῦ, μὴ παύσῃ ὡσεὶ φιλάνθρωπος, μνημονεύειν τῶν τιμώντων σε, καὶ ἐκδεχομένων τὴν σὴν εὔνοιαν.

Ῥιζοτόμε κακότητος, Ἡλιοῦ, καὶ πάσης ἐννόμου πράξεως, φυτοκόμε τῆς καρδίας μου, σύγκοψον ζιζάνια καὶ σῶσόν με.

Ὁ Κυρίῳ εὐάρεστος καὶ εἰδωλολάτραις στυγνοῖς δυσάρεστος, Ἡλιοῦ προφῆτα, μαθὸν με, μόνον προσκυνεῖν Θεὸν ἐν πνεύματι.

Θεοτοκίον. Σωτηρίας σε πρόξενον, Πάναγνε, γιγνώσκοντες μεγαλύνομεν, τὴν πληθύν τῶν θαυμασίων σου, καὶ τὴν θείαν σκέπην σου αἰτούμεθα.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς. Ἔγνως ἐν Χωρήβ, Ἡλιοῦ, τὸν Παντοκράτορα, ὥσπερ αὔραν λεπτοτάτην ὅνπερ νῦν, ἱκετεύεις, ὑπὲρ πάντων τῶν τιμώντών σε.

Ὕψωσον τὸν νοῦν, τῶν ὑμνούντων σε πρὸς Κύριον, ὁ ὑψώσας τὸ σὸν ὄμμα πρὸς Θεόν, καὶ μεθύσας ὑετῷ τῆς γῆς τοὺς αὔλακας.

Χήρας τὸν υἱὸν τεθνεῶτα ὡς ἀνέστησας, Ἡλιοῦ, ἐν Σαρεφθὰ καὶ τὴν ψυχήν, νεκρωϑεῖσάν μου τοῖς ἔργοις σκότους ζώωσον.

Θεοτοκίον. Ἔλεος ἡμῖν, Μαριάμ, ἐπιδαψίλευσον, οὐρανόθεν τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ τὰ ἔργα τῶν ὑμνούντων σὲ εὐλόγησον.

ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν. Συλλέγουσαν, ξύλα εἰς τῆς πόλεως, Σαρεφθὰ πυλῶνα θεῖε προφῆτα, νεύσει Θεοῦ ἠκολούθησας χήραν, καὶ ὑπ᾽ αὐτῆς διετράφης ἐν ἔτεσι, λιμοῦ ξενίας ἀληθοῦς, τῆς διδούσης μαθήματα ἅπασι.

Θεώμενος, Ἰσραὴλ μακάριε, ἐκπορνεύοντα καὶ ζήλῳ ἁγίῳ, ὑποκινούμενος τὰς οὐρανίους, νεφέλας πάτερ συνέστειλας ἄρουραν, ξηραίνων πᾶσαν καὶ ἰσχύν, τῆς εὐχῆς σου δεικνύων τοῖς πέρασιν.

Αἰθέριε, διφρηλάτα ἤνυσας, Ἡλιοῦ, οὐρανοδρόμον πορείαν, ἵνα ἡμῖν ὑποδείξῃς τὸν δρόμον, εἰς οὐρανῶν βασιλείαν τὴν ἄγουσαν, καὶ καταλίπῃς μηλωτήν, πρεσβειῶν σου τοῖς σὲ μακαρίζουσι.

Θεοτοκίον. Ἱκανῶσον, τὸν ἀχρεῖον δοῦλόν σου, ἐξυφαίνειν τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ σου, ὑμνῳδιῶν ἱερὰς συμφωνίας, καὶ εἰς αἰῶνας φαιδρῶς μεγαλύνειν σε, ὡς ἀναιρέτιν τῆς ἀρᾶς, τῆς ἀρχαίας καὶ κόσμου διάσωσμα.

Διάσωσον, ἐκ τῶν παγίδων τοῦ πλάνου, δεινῶν καὶ βλάβης, τοὺς τιμῶντάς σε, Ἡλιοῦ, προφῆτα πανένδοξε καὶ σπεύδοντας πάντοτε σαῖς πρεσβείαις.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις. Τὸν θαυμαστῶς ἐποχούμενον ἅρματι τεθρίπτῳ καὶ οὐρανὸν διϊππεύοντα φαιδρῶς, Ἡλιοῦ, μελῳδήσωμεν ἐπιζητοῦντες αὐτοῦ τὴν ἀντίληψιν· πιστῶν γὰρ ὑπάρχει κραταίωμα.

Προκείμενον. Σῦ Ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. Στίχος. Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶ. (Κέφ. δ΄ 22 – 30). Καὶ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος· καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτος ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ; Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτε μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. Εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. Ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡλιοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμάν ὁ Σύρος. Καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα, καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν. Αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.

Δόξα. Ταῖς τοῦ σοῦ Προφήτου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι. Ὄργανον θεόπνευστον, τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίας, Ἡλιοῦ θεσπέσιε, Ἰεζάβελ ἄνασσαν ἀνομήσασαν, καὶ αὐτῆς σύνευνον Ἀχαάβ ἐλέγξας, σκευωρίαν ἀπεκάλυψας, αὐτῶν παμμίαρον, ὅτι Ναβουθαὶ οὗτοι ἔκτειναν· Ἔλισσαιὲ συνέστιε καὶ τῶν προφητῶν ἀκροθίνιον, μὴ οὖν ἐπιτρέψῃς, ἐλθεῖν ὡς εἰς ἐκείνους ἡ ὀργή, Θεοῦ κἀμοί, τῷ ἱκέτῃ σου, τῷ παρανομήσαντι.

Σῶσον, ὁ Θεὸς τὸν λαόν σου..

ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας. Ἡλιοῦ Ἰορδάνου, μηλωτῇ σου τῇ θείᾳ τὸν ῥοῦν διέσχισας, δεικνύων τὴν σὴν χάριν, ἣν νῦν καὶ ἐξαιτοῦμαι, ὁ πολύτλας ἱκέτης σου, ἵνα τὴν βίβλον πολλῶν, ἀνομιῶν μου σχίσω.

Λεπτοτάτη ἐν αὔρᾳ τὸν Θεὸν ἠξιώθης ἰδεῖν, πανόλβιε· διὸ σε ἱκετεύω, τὸ πάχος τοῦ νοός μου, σαῖς εὐχαῖς καταλέπτυνον, ὅπως ἐν πόλῳ κἀγώ, θεάσωμαι τὸν Κτίστην.

Ἰορδάνεια ῥεῖθρα διαῤῥήξας ὡς πάλαι Μώσης τὴν θάλασσαν, τὴν Ἐρυθρὰν μεσῖτα, πανσθενουργὲ πρὸς Κτίστην, τοῦ λαοῦ χάριν εἴληφας, διαῤῥηγνύειν δεσμούς, ἡμῶν τῆς ἁμαρτίας.

Θεοτοκίον. Οὐρανίου λειμῶνος ὁλομύριστον κρίνον, Κυρία Δέσποινα, ψυχήν μου τὴν δυσώδη, ὀσμαῖς τῶν σῶν χαρίτων τῶν πολλῶν εὐωδίασον, ἡδυτερπεῖς ἀρετῶν, δεικνύουσά μοι τρίβους.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα. Ὑψόθεν δεῖξον, ἡμῖν ὀδοὺς μετανοίας, Ἠλιού, οὐρανόφρον προφῆτα, βίου ἁμαρτίας, ἀχλὺν διασκεδάζων.

Θεὸν δυσώπει, παραπτωμάτων μοι λύσιν, Ἤλιού, δοῦναι σὲ τῷ ὑμνοῦντι, ὥσπερ τῶν ἀῤῥήτων, ἐπόπτην μυστηρίων.

Ἔλαβεν ἅρμα, πυρὸς πρὸς ὕψος Θεσβῖτα, πνευματέμφορε σὲ ἵνα πάντας, πρὸς Θεὸν ἐπαίρῃς, τοὺς σὲ ἀνευφημοῦντας.

Θεοτοκίον. Σκανδάλων πάντων, τῶν ἐν τῷ βίῳ με ῥῦσαι, ὡς προστάτις θερμὸς σῶν προσφύγων, Μῆτερ τοῦ Ὑψίστου, ὑπέρδεδοξασμένη.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον. Βοῶμέν σοι προφῆτα, αἰσχύνης τῆς μελλούσης, ῥῦσαι ἡμᾶς, Ἡλιοῦ θεοπρόβλητε, ὁ ἱερεῖς θανατώσας, αἰσχύνης ἅπαντας.

Ἰσχύω ταῖς λιταῖς σου, κράτος τοῦ βελίαρ, καταπατεῖν Ἤλιού ὅθεν κράζω σοι· χαῖρε, καμψάκης ἐλαίου, ὁ ἀδαπάνητος.

Τῶν προφητῶν ἀκραίμων, Ἡλιοῦ, μὴ παύσῃ, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωπεῖν τὸν Παντάνακτα, ἵνα ἡσύχιον βίον, ἐν γῇ διάγωμεν.

Ἀνάκτων ἀνομούντων, ἔργα διελέγξας, καὶ κατοικτίρων λαὸν ἀπολλύμενον, πρὸς ἀτραποὺς εὐσπλαγχνίας, σύ με κατεύθυνον.

Θεοτοκίον. Χριστιανῶν προστάτις, Κεχαριτωμένη, τοῖς σοὶ προστρέχουσι βίου διόρθωσιν, δίδου εὐχαῖς σου καὶ ἔργων, ἀνόμων ἄφεσιν.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια. Ζήλῳ πυρπολούμενος θεϊκῷ, ἤλεγξας εὐτόλμως, ἀνομήσαντας βασιλεῖς, Ἠλιού, καὶ φλόγας κατήγαγες ὑψόθεν, πυρὸς ἀπανθρακῶσαι τοὺς δυσσεβήσαντας.

Χαίροις, ἐργαστήριον προσευχῆς, Ἡλιοῦ θεσβῖτα, ὁ συστείλας τῶν οὐρανῶν, τὰς νεφέλας πάλαι, καὶ γῆν καταξηράνας, ἀλλ᾽ αὖθις ὄμβρους δώσας γῇ διὰ λόγων σου.

Ηὔξησας τὸ ἄλευρον σοῖς εὐχαῖς, λοιδορούσης χήρας, ξενιζούσης σε Ἡλιοῦ, καὶ κενὸν καμψάκην ἐπλήρωσας ἐλαίου, ἐν Σαρεφθᾷ τῇ κώμῃ ταύτης σῇ χάριτι.

Χαίροις, πνευματέμφορε Ἡλιοῦ, πρόδρομε δευτέρας, παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ, χαίροις, Ἰορδάνου τὸν ῥοῦν ὁ διαῤῥήξας, διὰ τῆς μηλωτῆς σου, ἔνθεε ἄνθρωπε.

Χαίροις, εὐσπλαγχνίας ὁ θησαυρός, Ἡλιοῦ, θαυμάτων ὁ ἀστείρευτος ποταμός, χαίροις, ὁ τὴν δόξαν ἐν ὄρει Θαβωρίῳ ἰδὼν τοῦ Ζωοδότου ὄμμασι θείοις σου.

Σκέπε τοὺς τελοῦντας πανευλαβῶς, τὴν σεπτὴν σοῦ μνήμην, προφητόφθογγε Ἡλιοῦ, καὶ παράσχου πᾶσιν, ἡμῖν πρὸς σωτηρίαν, τὰ πρόσφορα εὐχαῖς σου, πρὸς τὸν Παντάνακτα.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς). Δόξα Πατρί, καὶ Υἱῷ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον. Δόξα Πατρί, καὶ Υἱῷ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Καὶ τὰ Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄. Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοὶ προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα. Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπὶ σοὶ γὰρ πεποίθαμεν. Μὴ ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καὶ νῦν ὡς εὔσπλαχνος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἡμεῖς λαός σου, πάντες ἔργα χειρῶν σου καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικεκλήμεθα.

Καὶ νῦν. Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς σὲ μὴ ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων, σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε. Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίω τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.

Ἕτερον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Ἀπολαύσας Κυρίου τὸ φῶς τὸ ἄκτιστον, ἐν τῷ Θαβώρ, διφρηλάτα, τῶν οὐρανῶν, Ἡλιοῦ, προσευχῆς ἀδειαλείπτου ἐργαστήριον, εἴληφας χάριν δαψιλῇ, ἱκετεύειν τὸν Χριστόν, διδόναι ἡμῖν εἰρήνην, καὶ κατιδεῖν ἀξιῶσαι ἡμᾶς, τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Αὐτοῦ.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τὰ ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου. Πάντας τοὺς προστρέχοντας θερμῶς, μάκαρ Ἡλιοῦ, διφρηλάτα, ταῖς σαῖς ἀόκνοις λιταῖς, καὶ ἀεὶ τὴν μνήμην σου ἐν ὕμνοις μέλπουσιν, ἀδικίας ἀπάλλαξον, ἐκ πάσης καὶ νόσων, λοιμικῶν διάσωσον σῇ θείᾳ χάριτι· ἔχεις γὰρ πολλὴν ποῤῥησίαν, πρὸς Θεόν, ὡς ἐν Θαβωρίῳ δόξαν κατιδὼν Αὐτοῦ τὴν ἔκπαγλον.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δίστιχον· Προσευχῆς ἀσιγήτου δεῖξον ταμεῖον, Ἡλιοῦ, Χαραλάμπη, τὸν πρόσφυγα σου.