Ημούν η μικρή σου πριγκίπισσα και ήσουν ο μπαμπάς μου...

Πάνε εικοσιπέντε  χρόνια,  λάθος, μάλλον κοντεύουν εικοσιέξι από εκείνο το πρωινό του Ιουλίου, που κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά στα μάτια. Και ήταν έρωτας. Ο μοναδικός από τους έρωτές μου – με την πρώτη ματιά.  Η πρώτη σου κουβέντα μετά από το βούρκωμα , που επιμελώς έπρεπε να προφυλάξεις.  «Ευτυχώς  το παιδί δεν πήρε τη μύτη μου…» Ένα από  τα λίγα πράγματα που δεν ήμουν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή σου. Ήσουν ο μπαμπάς μου και εγώ η μικρή σου πριγκίπισσα. Έως το τέλος – κι ας μην ήξερε κανείς από τους δυο μας ποιο θα είναι αυτό.  Όρκος βαρύς, από εκείνους που μόνο τα μάτια μπορούν να δώσουν, όχι τα χείλη, μη τυχόν και  τον βεβηλώσουν .

   Κι’ άρχισα να μεγαλώνω μπαμπά, και να πέφτω και να σηκώνομαι, και να ματώνω τα γόνατα μου, και φτου κι’ απ’ την αρχή, ξανά και ξανά. Και μου έμαθες τα πιο όμορφα και τα πιο σημαντικά του κόσμου αυτού και μέρα με τη μέρα γινόμουν εσύ στη θηλυκή σου εκδοχή. Και παρέμενες ο άντρας της ζωής μου, ο αψεγάδιαστος.  Ο δικός μου μπαμπάς είναι τέλειος έλεγα, δεν έχει ελαττώματα, έχει πάντα δίκιο, δεν έχει ανάγκες, πίστευα πως σχεδόν δεν ήσουν καν άνθρωπος, πόσο  απόλυτα πεπεισμένη ήμουν γι’ αυτό… Τι στην ευχή!  Ήταν το δικό μου παραμύθι…. Η μικρή πριγκίπισσα και ο μπαμπάς της, δεν χωράνε δράκοι και κακές μάγισσες εδώ, μόνο ηλιόλουστα πρωινά και γέλια και παιχνίδια, και σιροπιαστά γλυκά και σοκολατίνες που έφερνες όταν γύριζες σπίτι. Και οι στιγμές μας, αυτές που κλείνω τα μάτια και νομίζω για δευτερόλεπτα πως παύω  να υπάρχω στο παρόν μου – και βρίσκομαι πάλι εκεί…
  Θυμάμαι μπαμπά το πρώτο μάθημα οδήγησης που μου έκανες. Παταγώδης αποτυχία. Και την υπομονή σου να πηγαίνει περίπατο. Πόσες βλακείες έκανα μόνο δεν θυμάμαι,  «μα ο δικός μου μπαμπάς δεν θυμώνει και δεν αγανακτεί..», σκεφτόταν   η μικρή πριγκίπισσα θλιμμένη, γιατί δεν ήταν τέλεια, όπως ο μπαμπάς της. Θυμάμαι μπαμπά την πρώτη φορά που σε είδα δακρυσμένο από χαρά,  όταν σου ανακοίνωσα πως  μπήκα στο πανεπιστήμιο, να με κρατάς αγκαλιά και να κλαις, και να μου λες πόσο περήφανος είσαι. Και η μικρή πριγκίπισσα χαμένη στις αγκαλιές και στα χάδια σου, να σκέφτεται « ο δικός  μου μπαμπάς δεν κλαίει, ούτε καν από συγκίνηση, είναι δυνατός, θα μου φάνηκε».  Την πρώτη φορά που σε είδα να πίνεις και να γίνεσαι κάποιος άλλος – και νευρίασε η μικρή πριγκίπισσα . Θεέ μου πόσο πολύ νευρίασε!  Πόσο θύμωσε μαζί σου, «όχι», είπε, «αυτή η καρικατούρα δεν είναι ο μπαμπάς μου, κάποιος άλλος είναι, ο δικός μου μπαμπάς δεν έχει τέτοιες αδυναμίες». Θυμάμαι τότε που μπήκαν και  στο δικό μας παραμύθι οι δράκοι, μπαμπά, και οι κακές μάγισσες και για πρώτη φορά σε είδα διαλυμένο, μη μπορώντας να μου πεις ούτε μια λέξη. Μόνο παράπονο και «γιατί» έβλεπε  στα μάτια σου η μικρή σου πριγκίπισσα . Και για πρώτη φορά έπρεπε να ανταλλάξουμε ρόλους σ’ αυτό το παραμύθι…
Πόσες και πόσες άλλες στιγμές. Χρειάστηκαν δυο δεκαετίες και βάλε για  να καταλάβει η μικρή πριγκίπισσα ότι ο μπαμπάς της ήταν άνθρωπος, με πάθη και αδυναμίες. Και χρειάστηκαν δύο δεκαετίες και βάλε, για να κοιτάξει στα μάτια  εκείνο το κομμάτι που  νόμιζε ότι απλά «της είχε φανεί» κάποτε, την αλήθεια που δεν χωράει στα παραμύθια μας. Θεέ μου πόσο οδυνηρό ήταν αυτό  για τη μικρή πριγκίπισσα, πόσο πονούσε η απομυθοποίηση, δεν μπορούσε να το αντέξει, αν το παραδεχόταν θα τέλειωνε και το παραμύθι. Και αν τέλειωνε το παραμύθι, θα πέθαινε και αυτή…
Και ξαφνικά ήρθε μια ιδέα στη μικρή πριγκίπισσα : Κλειδώθηκε  σε ένα πύργο σαν αυτούς των παραμυθιών, βαθιά μέσα μου, τόσο βαθιά που και να θέλω δεν μπορώ να την βρω. Σπάνια βγαίνει από κει πια. Και έμεινα μόνη μπαμπά, μεγαλώνω  και βλέπω και σένα , μέρα με τη μέρα να μεγαλώνεις, μαθαίνω να μη με ξενίζει πλέον αυτό, μαθαίνω να αντέχω τα ανθρώπινα, μαθαίνω να διαφωνώ μαζί σου και να κάνω το δικό μου – κι’ ας φάω τα μούτρα μου στην τελική.  Μαθαίνω να «σου τη λέω» όταν έχεις άδικο, συνηθίζω στους τσακωμούς μας και στα δίμηνα που παίρνει η συμφιλίωση μας, καθότι ξεροκέφαλοι και οι δύο, μαθαίνω τις αποτυχίες μου να τις λούζομαι μόνη μου και να μη τρέχω στην αγκαλιά σου .
Δεν τα καταφέρνω πάντα μπαμπά γιατί σου είπα, η μικρή πριγκίπισσα δεν πέθανε, εμφανίζεται κάπου-κάπου,  έστω και σπάνια.  Και τότε όλα είναι παραμύθι ξανά. Και  χρώματα και γέλια και αρώματα Κυριακής και σοκολατίνες, και χώνεται στην αγκαλιά σου , όπου δεν την φτάνουν οι κακές μάγισσες και οι δράκοι.  Για λίγο μόνο μπαμπά, για μερικές απειροελάχιστες στιγμές, ίσα να σιγουρευτεί ότι έχει μείνει κάτι από το παραμύθι της…

Close