Γράφει η Μαρία Πατσιλίβα
Παρασκευή απόγευμα, σε καφετέρια γνωστού εμπορικού κέντρου, καθόμαστε με τη φιλενάδα μου και απολαμβάνουμε τον καφέ μας. Γύρω μας φωνές, γέλια, παιδιά με παγωτό στο χέρι, ζευγαράκια πιασμένα χέρι-χέρι, μαμάδες να κυνηγούν τα μικρά τους. Ήσυχη φασαρία, ζωντανή και χαρούμενη. Ξαφνικά μας τραβά την προσοχή ένα κοριτσάκι, που, ξεφεύγοντας από το χέρι της μαμάς του, τρέχει γρήγορα σε ένα διπλανό μας τραπέζι και αρπάζει από ένα αγοράκι το μπαλόνι που κρατούσε
. Το αγοράκι το διεκδικεί πίσω, εκείνη δεν του το επιστρέφει και τότε ο μικρός της τραβά τα μαλλιά. Σπεύδει τότε ο πατέρας του αγοριού να αποδώσει δικαιοσύνη και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, αρχίζει να χτυπάει το παιδί του, φωνάζοντάς του να ζητήσει συγγνώμη. Οι γονείς του κοριτσιού, εμφανώς σοκαρισμένοι, επαναλαμβάνουν «δεν πειράζει, δεν φταίει ο μικρός, παιδιά είναι», αλλά ο πατέρας δείχνει απορροφημένος από το παιδαγωγικό του έργο. Το αγοράκι ξεσπάει σε δυνατά κλάματα και ο πατέρας, μη μπορώντας να διαχειριστεί το κλάμα, τον σύρει με τη βία στην τουαλέτα.
Μπορώ να φανταστώ τη συνέχεια. Ο «ηθικός πατέρας», που δεν ανέχεται την ανάρμοστη συμπεριφορά, έδωσε στο παιδί του ένα γερό μάθημα. Απάντησε στη βία με βία. Κι έτσι, εξαντλημένος από το σκληρό του καθήκον, θα κοιμηθεί το βράδυ ήσυχος που θα παραδώσει στην κοινωνία έναν άνθρωπο σωστό και σκληραγωγημένο.
Το παιδί από την άλλη έμαθε πως οι άνθρωποι που το έφεραν στον κόσμο, οι γονείς του, που το αγαπούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, έχουν δικαίωμα πάνω στο σώμα, την ψυχή και το πνεύμα του. Μπορούν να παραβιάζουν τα φυσικά του όρια, να καταργούν αυτό που το διαχωρίζει από τους άλλους και ανήκει μόνο σε αυτό, το σώμα, χτυπώντας το. Μπορούν να τραυματίζουν την αξιοπρέπειά του και την αυτοεκτίμησή του και να μην το σέβονται, ευτελίζοντας την μοναδικότητά του. Να υποδουλώνουν το πνεύμα του, μέσω ενός άνισου αγώνα επικράτησης, υποχρεώνοντάς το να βουλώσει το στόμα του για να έχουν αυτοί την τελευταία κουβέντα.
Μαθαίνει, κατά συνέπεια, να καταπιέζει τα συναισθήματά του. Ακόμη χειρότερα, αισθάνεται προδομένο. Οι γονείς, που υποτίθεται ότι οφείλουν να το προστατεύουν από τους «κακούς», το αφήνουν εκτεθειμένο στη δικιά τους επιθετικότητα. Και φυσικά η βία γεννάει βία. Το παιδί με τη σειρά του θα εξελιχθεί σε έναν ενήλικα που θα αντιδρά με το ίδιο μένος, χτυπώντας ουσιαστικά το παιδί που ο ίδιος υπήρξε κάποτε.
Γυρίζω πίσω στη σκηνή στο εμπορικό κέντρο. Προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου την αντίδραση της μάνας. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα κενό, χαμένο βλέμμα, με κρυμμένη ίσως οργή προς τον πατέρα. Σιωπηλή αποδοκιμασία. Η ευθύνη όμως βαραίνει και τον γονιό που ανέχεται τη βία, παρότι λεκτικά δεν συμφωνεί. Γιατί να φοβάται να σηκώσει ανάστημα μια γυναίκα όταν το παιδί της κακοποιείται; Για να μη χαλάσει το σπίτι της; ή μένει με έναν ακατάλληλο σύζυγο και πατέρα για χάρη των παιδιών, όπως συνηθίζεται να λένε όσοι δειλιάζουν να πάρουν την ευθύνη της ζωής τους στα χέρια τους, θυσιάζοντας το ίδιο τους το παιδί στο βωμό της δήθεν οικογενειακής ζωής;
Δεν θα ξεχάσω την απόγνωση του μικρού αυτού αγοριού, το γοερό του κλάμα, τη γεμάτη θόρυβο σιωπή που ακολούθησε όταν οδηγήθηκε στην τουαλέτα. Σαν μέσα σε όνειρο ακούω το μικρό αγόρι να ψιθυρίζει «Μπαμπά, μαμά σώστε με από τους… γονείς μου» και να κουκουλώνεται κάτω από τα σκεπάσματά του.
Μαρία Πατσιλίβα