Σαν σήμερα, πριν από ένα έτος έφυγε από την ζωή η πρώτη γυναίκα που έφερε την μαγειρική στην τηλεόραση. Ο λόγος, φυσικά, για την Βέφα Αλεξιάδου που χτυπήθηκε αλύπητα από την μοίρα και πέθανε ολομόναχη.
Την τελευταία της πνοή άφησε η εθνική μαγείρισσα Βέφα Αλεξιάδου, σαν σήμερα, 25 Νοεμβρίου του 2024. Η ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, γεγονός που την ανάγκασε να σκληρύνει και να δεχτεί με δύναμη τις προκλήσεις της ζωής. Από τα παιδικά της, κιόλας, χρόνια, τίποτα δεν φάνταζε όμορφο και αθώο για εκείνη. Ζώντας σε ένα σπίτι με έναν αλκοολικό πατέρα που κακοποιούσε την μητέρα της, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από τον καθημερινό εφιάλτη. Το γερό χτύπημα της μοίρας, όμως, ήρθε για εκείνη όταν έχασε τα παιδιά της. Ο Θάνατος τους την ισοπέδωσε και ήταν τελικά αυτός που την τελείωσε.
Η τραγική ζωή της Βέφας Αλεξιάδου
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής μου»
«Γεννήθηκα σε μια αστική οικογένεια στον Βόλο και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής μου γιατί υπήρχε πόλεμος. Ήμουν 7 ετών όταν κηρύχθηκε ο δεύτερος παγκόσμιος. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει δυο μέρες πριν.

Μείναμε με την μητέρα μου. Φόβος, πόνος. Δεν είχε μείνει στην Αθήνα ούτε σκυλί ούτε γάτα, όλα είχαν μπει στις κατσαρόλες. Δεν είχε να φάει ο κόσμος. Έπεφτε κάτω από την πείνα, ήταν λογικό. Τα θυμάμαι σα να τα ζω τώρα. Η μητέρα μου πούλησε όσα είχε και μας έφερε αυγά και τυρί. Ζούσαμε μαζί με την θεία μου και γουργούριζαν τα στομάχια μας από την πείνα κι όταν είδαμε όλα αυτά τα καλούδια ήταν πραγματικά αληθινή πασχαλιά».
«Ο πατέρας μου έπινε και έδερνε τη μητέρα μου»
«Ο Οδυσσέας (ο μπαμπάς της) έπινε κι όταν ερχόταν στο σπίτι και το μεθύσι του ήταν κακό έδερνε την μητέρα μου και είχα μια πολύ δύσκολη ηλικία. Τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά και τα περιγράφω. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος άλλα έφταιγε το ελάττωμα που είχε.
Πέθανε από το κρασί στην ταβέρνα, την ημέρα που βγήκε το διαζύγιο με την μητέρα μου. Εμείς φεύγαμε από το σπίτι. Μας έπαιρνε και πηγαίναμε και μέναμε στην θεία μου κι ο πατέρας μου έπεφτε στα πόδια της μητέρας μου κι έκλαιγε κι έλεγε “σας αγαπώ, γυρίστε σπίτι” κι εμείς γυρίζαμε».
«Την τελευταία φορά η μητέρα μου είπε Οδυσσέα τέρμα και πήρε διαζύγιο».
«Ξεκίνησα την μαγειρική και την τηλεόραση στη Νέα Υόρκη. Όταν ήμουν στην Αμερική, πήγα το 84 με τον άντρα μου! Είμαι η πρώτη γυναίκα που έβαλα την μαγειρική στην τηλεόραση. Το μικρόβιο υπήρχε, είχα βγάλει τα τρία πρώτα μου βιβλία όταν πήγα στην Αμερική. Εκεί έμεινα ένα χρόνο.»
Η γνωριμία με τον σύζυγό της
«Είχαν έναν έρωτα πλατωνικό 12 χρόνια, τρελός έρωτας. Αυτός στην Αθήνα κι εγώ στην Θεσσαλονίκη. Μια επαφή 2 φορές τον χρόνο. Η γνωριμία έγινε από αλληλογραφία, από ένα παιδικό περιοδικό. Εγώ πήρα το παιδικό αυτό περιοδικό είχε σπαζοκεφαλιές με ψευδώνυμα.
Αυτός που γνώρισα, ο έρωτάς μου λεγόταν Ροβινσώνας Κρούσος κι εγώ ήμουν η βασίλισσα των Ρόδων. Με αυτά τα ψευδώνυμα γνωριστήκαμε. Η αλληλογραφία γινόταν μέσα από το περιοδικό. Κάποια στιγμή όμως όταν έβλεπαν ότι ήθελες πολύ μας έδιναν τις διευθύνσεις. Έτσι πήγα στο σπίτι του και γνώρισα τους γονείς τους. Αυτός ήταν ο Γιώργος. 12 χρόνια πλατωνικός έρωτας. Μας χώρισαν οι γονείς τους γιατί δεν είχα προίκα».

«Ο σύζυγός μου επειδή έμενε Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Ήταν η σκιά μου. Όπου ήμουν εγώ ήταν και ο Κώστας. Όπου πήγαινα εγώ να και ο Κώστας. Του έλεγα ότι αγαπάω άλλον αλλά εκείνος εκεί.
Όταν χώρισα ο Κώστας με είχε ήδη ξεχάσει. Μου έστελνε γράμματα στον στρατό και δεν απαντούσα. Μια μέρα όμως η ζωή μας ξανά έφερε κοντά, τον είδα τυχαία στην θάλασσα. Σε πέντε μήνες παντρευτήκαμε. Μετά φύγαμε Αμερική.»
«Δεν είπα ποτέ… γιατί σε μένα; – Οι κόρες μου δεν νοιάζονταν για την υγεία τους»
«Όλη η ζωή μου ήταν τόσο ωραία και μαύρισε τόσο πολύ με τους θανάτους των παιδιών μου. Πρώτα του άντρα μου βέβαια. Πέθανε, έκλεισε τα μάτια μου ερωτευμένος με εμένα. Με ζήλευε μέχρι το τέλος που έκλεισε τα μάτια του. Πέθανε με το όνομά μου στο στόμα του. Έπεσα σε μαύρη κατάθλιψη, κι όταν ήρθαν και οι άλλοι δυο θάνατοι ακόμα χειρότερα…»
«Όμως η πίστη στον θεό με κράτησε στην ζωή. Δεν είπα ποτέ γιατί σε μένα. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να πεις αυτό και κλαίω και πονάω στο σπίτι μου. Δεν φόρεσα ούτε μαύρα γιατί δεν τα εγκρίνω. Φόρεσα και το κραγιόν μου διότι η ζωή συνεχίζεται, δεν σταματάει. Αν δεν ήταν ο Θεός δεν θα τα κατάφερνα.»