Οταν οι γονεις ΔΕΝ ειναι στηριγμα!Η αληθινη ιστορια της Κωνσταντινας
 

Γεια σας, είμαι η Κωνσταντίνα από Αθήνα και θέλω και εγώ να σας πω την ιστορία μου..
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που δεν μπορώ να πω πως πήρα πολύ αγάπη. 
Ο μπαμπάς μου δούλευε σε εργοστάσια και η μαμά μου περιστασιακά έραβε και έπλεκε για ένα ας το πούμε χαρτζιλίκι. Έχω άλλα 4 αδέρφια, που απ όσο ξέρω είναι απόλυτα ευχαριστημένα από τους γονείς μας. Εγώ για να μην σας τα πολυλογώ θεωρώ πως είμαι ίσως το αδικημένο παιδί της οικογένειας μας, μιας και δεν θυμάμαι ποτέ κανένα από τα άλλα αδέρφια μου να πλένει τα πιάτα ή να σιδερώνει ντάνες ατελείωτες από ρούχα(και τότε δεν είχαμε ατμοσίδερα) , δεν θυμάμαι κανένα άλλο από τα αδέρφια μου να είναι υποχρεωμένο να κάνει ποδόλουτρο στα πόδια του μπαμπά κάθε βράδυ, ούτε να κάνουν οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Όλα τα έκανα εγώ. 

Η δικαιολογία ήταν πως ήμουν η μεγαλύτερη απ τα κορίτσια, στο σύνολο είμαστε 4 κορίτσια και 1 αγόρι. Βέβαια, η ακριβώς επόμενη αδερφή μου είναι μόλις 1,5 χρόνο μικρότερη. Άρα καταλαβαίνω πως δεν ήταν για αυτό.

Όμορφη, δεν μπορώ να πω πως ήμουν, ενώ οι αδερφές μου ήταν καλλονές. Αυτό συνήθιζε να μου το υπενθυμίζει ο πατέρας μου μιας και μου έλεγε ‘’Κωνσταντινάκι τη μισή τη χάρη τους να έπαιρνες κάτι μπορεί να γινόταν!!’’. Αυτό βουίζει μέχρι σήμερα μες τα αυτιά μου.

Καθώς μεγάλωσα, γνώρισα ένα παλικάρι τον Λάμπρο. Ήμουν 17!  Ήταν ψηλός με καστανά μάτια και μαλλιά, ήταν πολύ όμορφος! Έδειχνε ενδιαφέρων για εμένα και όπως ξέρετε εκείνα τα χρόνια τα πράγματα γίνονταν μια και έξω. Βγήκαμε μια φορά μέχρι το πάρκο και κανα δύο φορές  ακόμα ήρθε στη βιοτεχνία που δούλευα να με πάρει να πάμε βόλτα με το μηχανάκι του. Αποφάσισε να έρθει στο σπίτι να με ζητήσει! Ήμουν η πιο ευτυχισμένη κοπέλα στη γη.

Ένα βράδυ Σαββάτου, δεν θα το ξεχάσω πότε, ήρθε στο σπίτι μας για φαγητό. Εγώ είχα μιλήσει ήδη με τον πατέρα μου και την μητέρα μου και ήξεραν πως θα έρθει για να με ζητήσει. Μπαίνοντας λοιπόν ο Λάμπρος στο σπίτι μας, ήταν ευγενέστατος. Χαιρετήθηκαν μου πρόσφερε λουλούδια τόσο σε εμένα όσο και στις υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού, και περάσαμε στο τραπέζι, ήταν Κύριος με το κ κεφαλαίο. 

Εκεί λοιπόν ο πατέρας μου γύρισε και του είπε ‘’Ξέρω γιατί ήρθες και θέλω να σου πω, πως εγώ το χέρι της κόρης μου δεν στο δίνω. Αν μπόρεσες και κορόιδεψες εσύ εκείνη, εμένα δεν μπορείς.’’ Πάγωσε το αίμα μου.. και δεν τελείωσε εκεί συνέχισε να μιλάει με τέτοια λόγια που δεν θα τα ξεχάσω πότε, θα με καίνε όσο και τότε.

‘’Εσύ δυο μέτρα παλικάρι τι ζητάς από δαύτην; Άντε τώρα πήγαινε από εδώ και μην με κοιτάζεις έτσι. Τα λεφτά μας δεν είναι για τα μούτρα σου, το κατάλαβες;’’
Εγώ ένιωσα τέτοια ντροπή, που έφυγα και κλείστηκα στο δωμάτιο που είχαμε σαν αποθήκη. Όσο και να χτυπούσε την πόρτα απ έξω ο Λάμπρος εγώ δεν του απαντούσα. Κάποια στιγμή έφυγε και εγώ βγήκα και πήγα στο πατέρα μου να του ζητήσω τον λόγο που μίλησε έτσι..Ξέρετε τι μου είπε; Πως δεν γεννήθηκαν όλες για να ευτυχίσουν μέσα σε ένα γάμο  και πως θα πρέπει να συμβιβαστώ με αυτό που είμαι και να κοιτάξω να έχω μάτια ανοιχτά για να μην αφήσω κανέναν άλλον να με κοροϊδέψει. Πως η θέση μου είναι εκεί, μαζί τους, πως η μαμά μου μεγάλωσε και πως χρειάζεται βοήθεια και πως δεν θα πρέπει να την αφήσω και να φύγω.. Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν φώναξα, δεν  αντέδρασα, τον πίστεψα.
Ο Λάμπρος ξαναήρθε στη βιοτεχνία και μου είπε να κλεφτούμε αλλά εγώ δεν του άφησα περιθώρια για να μου μιλήσει..ήρθε, ξαναήρθε αλλά σταμάτησε, πόσο θα άντεχε άλλωστε; 
Η ζωή μου δεν είχε καμία αλλαγή. Δούλευα στη βιοτεχνία και όταν γυρνούσα σπίτι είχα και εκεί πολλές δουλειές  καθημερινά  να κάνω. Οι αδερφές μου παντρεύτηκαν, το ίδιο και ο αδερφός μου. Εγώ συνέχιζα να μένω στους γονείς μου και να βοηθάω όπως και όπου χρειαζόταν.. Συνέχιζα να κάνω ποδόλουτρο στο μπαμπά και να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η γειτονιά μιλούσε φυσικά. Ήξερα πως με έλεγαν γεροντοκόρη και άλλα σχετικά.
Μια μέρα απλή και συνηθισμένη, σχόλασα από τη δουλειά μου και ένα αυτοκίνητο ήταν έξω παρκαρισμένο με έναν κύριο που μόλις βγήκα από την πόρτα φώναξε το όνομά μου και άνοιξε την πόρτα. Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν ο Λάμπρος. Τα πόδια μου ένιωσα να με εγκαταλείπουν. Με κάλεσε μέσα στο αμάξι και εγώ δειλά-δειλά μπήκα. 
Εκεί λοιπόν μετά από 11 χρόνια ήταν η στιγμή που κατάλαβα, δηλαδή που μου έδωσε να καταλάβω  ο Λάμπρος, πως για τους γονείς μου δεν ήμουν ποτέ τίποτα παραπάνω από μια οικιακή βοηθός. Δεν με αγκάλιασαν ποτέ, δεν με φρόντισαν ποτέ. Δεν με ρώτησαν ποτέ αν ήμουν ευτυχισμένη. Μόνο να μου λένε  πάντα πόσο καλύτερες είναι οι αδερφές μου από εμένα. Πόσο πιο όμορφες είναι… πόσο πιο ευτυχισμένες μπορούν να γίνουν…
Ο Λάμπρος είχε κερδίσει κάποια χρήματα και ήρθε για να με βρει. Ήθελε να μου αποδείξει πόσο μ αγαπάει και πως δεν ήθελα καμία περιουσία μου ή κάτι άλλο. Ήθελε εμένα.  
Παντρευτήκαμε μέσα σε ένα μήνα! Εγώ 28 και εκείνος 35.. κάναμε ένα υπέροχο κοριτσάκι.
Πριν από ένα χρόνο ο Λάμπρος μου έφυγε..Ανακοπή καρδιάς… Κανείς μας δεν το περίμενε. Ένα κομμάτι μου, έφυγε μαζί του. 
Μου χάρισε μια υπέροχη ζωή. Δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα. Δεν ξαναδούλεψα ποτέ μου… 
Σήμερα είμαι 56 χρονών και έχω και μια μικρή εγγονή.
Ο λόγος που γράφω είναι για να σας πω, πως εγώ δεν είχα μια μαμά και έναν μπαμπά στήριγμα δίπλα μου, μα τα κατάφερα.. Μην αφήνετε κανέναν να καθορίζει τη ζωή σας.
Με τα αδέρφια μου, δεν μάλωσα ποτέ! Εκείνα έζησαν τελείως διαφορετικά από εμένα. Όπως όλα τα παιδιά. Με τους γονείς μου κράτησα επαφές αν και δεν είχαν έρθει ούτε στο γάμο μου αλλά ούτε και στη γέννηση της κόρης μου. Με τα χρόνια όμως καθώς η μικρή μεγάλωνε έσπασε ο πάγος. Ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει, είχε μεθύσει σε ένα τραπέζι που είχαμε και μου είπε πως εγώ αδικήθηκα… Χαίρομαι που το μου το αναγνώρισε έστω και έτσι.
Να αγαπάτε τον εαυτό σας..

Close