Άγιος Σπυρίδωνας: Ο Άγιος που o λαός πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα. Πως λιώνει τα παπούτσια του και η βιογραφία του.
«Απ’ τ’ άγιου Σπυρίδωνα σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα», έλεγαν οι παλιοί… «Έπειτα απ’ τη γιορτή του Αϊ-Νικόλα, στις 12 Δεκεμβρίου έρχεται ο Αϊ-Σπυρίδωνας, για τον οποίο ο λαός μας πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα.
Κι ακόμα, πιστεύουν ότι είναι ο βοηθός του Αϊ-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας.
Τα θαύματα
Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στα ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στα αρμυρονέρια της θάλασσας». (Βασίλης Λαμνάτος, «Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»).
«Ο άγιος Σπυρίδωνας πολλές φορές βγαίνει από την εκκλησιά του στην Κέρκυρα, που είναι το λείψανό του, και γυρίζει τη θάλασσα και τη στεριά, για να κάμει καλά και να βοηθήσει εκείνους που τον επικαλούνται. Γι’ αυτό χαλάει τα υποδήματά του, και είναι αναγκασμένοι να του τ’ αλλάζουν κάθε τόσο». (Νικόλαος Πολίτης, «Παραδόσεις»)
Όταν η πανούκλα «χτύπησε» την Κέρκυρα, το 1825 και ’16, φάνηκε μια φορά στον αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το χτυπά μ’ ένα μεγάλο σταυρό. Ο καλογεράκος ήταν ο Άγιος Σπυρίδωνας και το θηρίο η πανούκλα. Ήταν σα λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν της νυχτερίδας. Στο κάπο-Σίδερο την ανάγκασε ο Άγιος, χτυπώντας την με το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκιστεί να μην ξαναπατήσει στην Κέρκυρα. (Νικόλαος Πολίτης, «Παραδόσεις»)
«[…] Σε μια κερκυραϊκή παράδοση ο άγιος παριστάνεται να καταδιώκει την πανώλη. Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι θεραπεύει τα σπυριά και την ευλογιά. Γι’ αυτό και στη γιορτή του φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία. Ακόμη και τον πόνο των αυτιών θεραπεύει και είναι αξιοσημείωτες οι σχετικές θεραπευτικές συνήθειες. Έτσι στην Κίο:

Όποιος πονούσε στο αυτί έταζε στον Άγιο Σπυρίδωνα να του πάει γλυκό, να γίνει τ’ αυτί του καλά. “Άγιε Σπυρίδωνά μου, κάνε τ’αυτί μου καλά, να σε φέρω ένα γλυκό”. Όποιος είχε τέτοιο τάσιμο, τον εσπερινό τ’ Άγίου Σπυρίδωνα έκανε λαλάγγια (τηγανίτες) ή χαλβά και τα πήγαινε στον άγιο Σπυρίδωνα’ ήτανε ένα “μάρμαρο” στο βουνό, στο εξωκλήσιν άγιον Γεώργιον, έβγαινε μέσα από το βουνό κι είχε μια τρύπα στη μέση.
Το είχαν φραγμένο με τζάμια γύρω γύρω. Απάνω στο μάρμαρο ήτανε η εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος και ένα καντήλι. Έπαιρνε ο παπάς τα λαλάγγια, τους έλεγε μια ευχή και τα μοίραζε στα παιδιά. Ύστερα πήγαινεν ο άρρωστος, άνοιγε τα τζάμια, έβανε τ’ αυτί του επάνω στην τρύπα και παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να του το γιάνει.[…]» (Γ.Α.Μέγας, «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας»)
«[…] Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ’ έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: “και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον”.

Kαι μ’ όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ’ εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ’ εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.[…» (Φώτης Κόντογλου, «Γίγαντες ταπεινοί»).
Η βιογραφία του
Μέσα στη χορεία των Αγίων Πατέρων μας με ξεχωριστή λαμπρότητα προβάλλει ο Άγιος Σπυρίδων, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου. Φτωχός κι ασήμαντος μέσα στην καθημερινότητα της απλοϊκής ζωής του και τη μέριμνα του έγγαμου βίου του, έδωσε ο φιλόθεος Σπυρίδων με όλη τη δύναμη του την καρδιά του στο Θεό κι αυτή πλατύνθηκε και χώρεσε στους κόλπους της όλη τη δημιουργία Του.
Όσο ζούσε έγινε για την Κύπρο ο καλός ποιμένας. Ζύμωσε με τον αγιασμένο ιδρώτα του την πονεμένη κυπριακή γη δίνοντας έτσι κουράγιο να αντέξει το βαρύ πόδι των κατακτητών της. Δόξασε και την Εκκλησία κατοχυρώνοντας, με την απλότητα των πνευματοφόρων λόγων του και τη θαυματουργία, το ομοούσιο του Υιού με τον Πατέρα στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο του 325 μ.Χ.
Όταν κοιμήθηκε, στερέωσε στην Ορθοδοξία το θεοφιλή λαό της Κέρκυρας που κινδύνευσε να εκκαθολικιστεί από τους Λατίνους κατακτητές του. Έγινε δε ο παρηγορητής στον πόνο του λαού του Θεού με τις άπειρες θαυματουργίες του και, χάρισε στην ανθρωπότητα το αγιασμένο λείψανο του, άφθορο από τον 4ον μ.Χ. αιώνα να ευωδιάζει το άρωμα της Βασιλείας των Ουρανών και να ελκύει αυτούς που διψούν την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
Η Κύπρος, «η νήσος των Αγίων» κατά τους χρονογράφους, που γέννησε πολλούς και ονομαστούς Αγίους, έβγαλε από τα σπλάχνα της και το θείο αυτό καρπό, αυτόν που έμελλε να φωτίσει με την απλότητα του την οικουμένη, τον Άγιο Σπυρίδωνα το θαυματουργό.
Ο Άγιος γεννήθηκε στο χωριό Άσσια της επαρχίας Αμμοχώστου, που τώρα ποδοπατείται από τους Τούρκους. Η χρονολογία της γέννησης του δεν είναι ακριβώς γνωστή, είναι όμως βέβαιο πως γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό του Γ΄ αιώνα. Ήταν από τη νεότητα του απλός και ταπεινός και είχε σαν εργασία του να βόσκει πρόβατα. Νυμφεύτηκε, και από το γάμο του απέκτησε παιδιά. Εκτός όμως από τη θυγατέρα του Ειρήνη δεν αναφέρονται αλλά ονόματα από τους βιογράφους.
Ο γάμος δεν ήταν για το Σπυρίδωνα εμπόδιο, αλλά αντίθετα ο δρόμος του αγιασμού του, όπως ακριβώς είναι ο «εν Χριστώ» γάμος: δρόμος αγιασμού των πιστών. Δεν άφησε την ευλογία του μυστηρίου κατά μέρος για να ορμήσει στις βιοτικές μέριμνες, αλλά αγαπώντας το Θεό «εξ όλης της καρδίας, ισχύος και διανοίας του», όπως επιβάλλεται σε όλους τους χριστιανούς, οδηγούσε τις βιοτικές μέριμνες του προς το Θεό, μένοντας αμέριμνος στην αγάπη Του.
Έτσι οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι ο πόθος της ησυχίας τον ωθούσε να οδηγεί τα πρόβατα του να βόσκουν σε έρημα και ήσυχα μέρη. Κι ενώ αυτά χόρταιναν ευχαριστημένα από τις τροφές της γης, ο μακάριος Σπυρίδων έμενε αχόρταγος, καταγινόμενος στο να «μελετά ημέρας και νυκτός εν νόμω Κυρίου».
Οι αρετές του θείου Σπυρίδωνα δεν ήταν απλώς μια βιασμένη εξωτερική συμπεριφορά, αλλά έκφραση της χάρης του Θεού, που ζούσε μέσα του ελκυόμενη από την αγάπη, την ταπείνωση και την άσκησή του. Είχε νικήσει τη γαστριμαργία με την εγκράτεια, την πορνεία με την προσευχή, τη φιλαργυρία με την αυτάρκεια. Η ειρήνη του Αγίου Πνεύματος τον πλημμύριζε, η κενοδοξία συντριβόταν από την ταπεινοφροσύνη του και η ακτημοσύνη του τον ελευθέρωνε από την προσκόλληση στη γη. Ο Σπυρίδων ήταν επίσης «φιλάδελφος και φιλόξενος» προς όλους, πονηρούς και αγαθούς, γεμάτος αγάπη και καταδεκτικότητα.
Όλες τις αρετές τις αποκτούσε και τις ασφάλιζε «προσευχόμενος αδιαλείπτως, νυκτός και ημέρας τω θεώ» και σύντομα έγινε ο πραγματικά μακάριος «ιατρός ψυχών, πνευμάτων ακαθάρτων φυγαδευτής, εκδιώκων τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος, πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν από τε των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων».
Τα χαρίσματα τον στόλιζαν και τον λάμπρυναν. Εκείνο όμως που τον ανέβαζε πέρα από τους αγγέλους ήταν η ιερωσύνη που τον έφερε στο ουράνιο θυσιαστήριο. Όταν λειτουργούσε, αρπαζόταν το πνεύμα του προς το θρόνο του Θεού, από όπου έπαιρνε την πληροφορία ότι «αληθώς προσεδέχθη η λογική αυτού θυσία υπό του Θεού και Πατρός και ό,τι όπερ ητήσαντο τον Θεόν υπέρ του λαού, έλαβε», όπως διασώζει ο βιογράφος του.
Ήταν ένας ποιμένας του Θεού για τους ανθρώπους. Δε σταμάτησε όμως μέσα στην «εν Χριστώ» απλότητα του να είναι και ποιμένας προβάτων, όταν ακόμα μετά το θάνατο της πρεσβυτέρας του αναδείχτηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος. Κι ενώ την ημέρα εποίμαινε τους ανθρώπους τη νύχτα έβοσκε τα πρόβατα του.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία που ο ουράνιος αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος έγινε αρχιερέας. Πάντως σίγουρα πριν το 325, γιατί όταν αυτοκρατόρευσε ο Μέγας Κωνσταντίνος, πήρε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ο φιλόθεος Σπυρίδων είχε ελκύσει τη χάρη του Θεού, που φανερωνόταν εκτός από τις άλλες αρετές του στα άφθονα θαύματα, που προξενούσε η προσεχή του. Μόλις ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο ξέσπασε στην Κύπρο μεγάλη ανομβρία. Οι πηγές της γης στέρεψαν και η δίψα με την πείνα μάστιζαν τον τόπο. Ο θάνατος απλωνόταν στο νησί, που κινδύνεψε έτσι να ερημωθεί. Στράφηκαν τότε οι κάτοικοι στο Θεό και κατέφυγαν στον εκλεκτό Του, το θειότατο Σπυρίδωνα. Μόλις ο Άγιος προσευχήθηκε, άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και άφθονη βροχή χόρτασε τη διψασμένη γη. Και για να φανερωθεί η παρρησία του θείου πατέρα στο Θεό, μόνο με την προσευχή του σταμάτησε η βροχή, που απειλούσε πλημμύρες και καταστροφές.
Ο Σπυρίδων ήταν και προορατικός. Ζώντας με την αδιάλειπτη προσευχή στη γη, όπου υπάρχει ο χρόνος και συνάμα στον ουρανό, όπου η αιωνιότητα, η υπέρβαση δηλαδή του χρόνου, γνώριζε ο Άγιος και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τα μέλλοντα. Ένα χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ιστορικό που μας διασώζει ο βιογράφος του, ο Θεόδωρος, επίσκοπος Πάφου.
Ήταν εποχή πείνας και ένα φτωχός γεωργός έχοντας πολλή ανάγκη από τρόφιμα για την οικογένεια του κατέφυγε σε έναν πλούσιο έμπορο και του ζητούσε βοήθεια. Ο έμπορος όμως είχε μαζεμένες σοδιές και τρόφιμα και, σκοπεύοντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, ζήτησε αρκετά χρήματα. Πονεμένος και πικραμένος ο φτωχός κατέφυγες στον Άγιο, που τον παρηγόρησε λέγοντάς του « Αύριο το σπίτι σου θα γεμίσει φαγητά».
Το βράδυ καταρρακτώδης βροχή κατακρήμνισε την πρόχειρη αποθήκη του πλουσίου, τα αποθηκευμένα τρόφιμα παρασύρθηκαν στο δρόμο και οι φτωχοί και οι πεινασμένοι, ανάμεσα τους και ο φτωχός γεωργός, πήραν όσα χρειάζονταν. Ο φιλάργυρος έμπορος, παρά το πάθημα του, δυστυχώς δε διορθώθηκε, ούτε μετανόησε. Έμεινε στη σκληροκαρδία του.
Ο θείος Σπυρίδων, σαν αληθινός άνθρωπος, ήταν κυρίαρχος στη φύση, όπως πρέπει στον άνθρωπο. Κυρίαρχος, μα όχι δυνάστης, όπως είναι ο εμπαθής, που στην ουσία είναι δούλος των φυσικών αναγκών του, αφού τις υπηρετεί αντί να τον υπηρετούν. Ελεύθερος ως προς τη φύση, χωρίς να παύσει να είναι ταπεινός και ελεήμονας σε αυτή. Μα και η φύση, όπως και τα ζώα, σε αυτού του είδους την κυριαρχία «βρίσκουν τον εαυτό τους» και πρόθυμα υπηρετούν τον «εν Χριστώ» άνθρωπο. Ο βιογράφος του μας διασώζει ένα ιστορικό με τον ίδιο πλούσιο έμπορο που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Ένας φτωχός του ζήτησε τρόφιμα και σπόρους με την υπόσχεση να τα επιστρέψει έντοκα μετά το θέρισμα. Ο πλούσιος απαιτούσε ενέχυρο για να εξασφαλίσει και ο φτωχός κατέφυγε κλαίοντας στον άγιο Επίσκοπο. Ο άγιος ελεήμονας προς τους φτωχούς και πονεμένους δεν άφησε τον πλησίον του απαρηγόρητο.
Προσευχήθηκε και μετάβαλε ένα φίδι σε χρυσό κόσμημα. Την επόμενη μέρα το έδωσε στο φτωχό που δίνοντας το για ενέχυρο, πήρε τα χρειαζόμενα. Με την ευλογία του άγιου τα χωράφια του φτωχού γέμισαν καρπό. Ο φτωχός ξόφλησε το χρέος του και επέστρεψε το χρυσό κόσμημα στον Άγιο που μπροστά στον έκπληκτο γεωργό το ευλόγησε κι έγινε ξανά φίδι.
Ήταν ο Άγιος Σπυρίδων και έξοχος παιδαγωγός. Παιδαγωγούσε με την προσευχή και τα θαύματα του με τρόπο λεπτό, αλλά αποτελεσματικό. Στην Ερυθρά, κωμόπολη ένα κενόδοξο και παρήκοο διάκο και τον άφησε άλαλο. Ο Άγιος τον παρακάλεσε να ψέλνει πιο σύντομα στον εσπερινό, γιατί είχε κάπου να πάει. Ο διάκος θέλοντας να επιδείξει την ωραία φωνή του την αργόσερνε, ώσπου ξάφνου δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Ήταν ο σωφρονισμός του Θεού. Τρομαγμένος ο διάκος ζητά τη συγχώρηση και την ευσπλαχνία του Αγίου. Ο θείος Σπυρίδων προσευχήθηκε και η φωνή ξαναγύρισε. Για να ταπεινωθεί όμως, έμεινε για λίγο καιρό βραχνός.
Ο χαριτωμένος τρόπος, που ο Θεός σωφρόνιζε αυτούς που ο θείος Σπυρίδων απέφευγε να τιμωρήσει, δεν οφειλόταν παρά στην ευσπλαχνία του Αγίου. Η φιλοκτημοσύνη, ένα από τα πιο ισχυρά πάθη που κρατούν τον νου μας αιχμαλωτισμένο στη γη, είχε νικηθεί από τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο νους του ελευθερωμένος από την προσκόλληση ζούσε τα γήινα με την καθαρότητα του ουρανού. Ζούσε και στον ουρανό μεταφέροντας τον πόνο της γης στον Τριαδικό Θεό για να τον ελαφρώσει.
Σε αυτό τον ουρανό, τη Βασιλεία του Θεού, ποθούσε ο Άγιος του Θεού να εγκατοικήσει μια για πάντα. Η κηδεία έγινε με τη σεμνότητα που άρμοζε και ο απλοϊκός ποιμένας θάφτηκε στη μάντρα του. Στο ναό της Τριμυθούντος της Κύπρου, αγιάζοντας έτσι το χώμα της πατρίδας του που το σκάλιζε, το πότιζε και το έβρεχε με τον ιδρώτα του, ως τα γεράματα του.
Η εκλογή της αγάπης του Θεού πέρα από κάθε άλλη αγάπη από τον Άγιο Σπυρίδωνα τον έκαμε εκλεκτό του Θεού. Αυτό έχει ήδη γίνει αντιληπτό από την περίπτωση της θεραπείας του γιου του Μ. Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο, που τον γιάτρεψε από μια βαριά αρρώστια.
Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν, όπως όλοι οι Άγιοι, πολίτης της Βασιλείας του Θεού και άφηνε γύρω του το μυστικό της άρωμα. Στο ναό της Τριμυθούντος, όπως σε κάθε ναό της Εκκλησίας μας, σε κάθε λειτουργία και ακολουθία γίνεται ολόκληρο πανηγύρι από τις Ουράνιες Δυνάμεις και τους Αγγέλους. Όντας ένας από αυτούς ο Άγιος Σπυρίδων συνοδευόταν στις ακολουθίες, όταν απουσίαζε ο λαός, από τους Αγγέλους. Μια φορά μάλιστα η αγγελική συνοδεία γινόταν ακουστή μακριά από το ναό και ο φτωχός λαός της Τριμυθούντος δοξολογούσε το Θεό, που τους έστειλε ένα ποιμένα ισάγγελο.
Το χώμα της Κύπρου δέχτηκε το αγιασμένο σώμα του, που μπόλιασε τη γη με την αγιωσύνη του, δίνοντας της την ελπίδα της Αναστάσεως στη δεύτερη ένδοξη Παρουσία του Χριστού μας. Και αυτό το χώμα άφηνε τον αγιασμό να διαπερνά τους πόρους και να σκορπίζεται πλουσιοπάροχα στο φως και τον αέρα. Ο τάφος του έγινε πηγή ιαμάτων, από όπου ανάβλυζε άφθονη η ευλογία, που έτρεφε το φιλόθεο λαό της Κύπρου.
Τη μέρα της γιορτής του Αγίου πλήθος προσκυνητών περνούσαν από την Τριμυθούντα για να χαιρετίσουν τον Άγιο που τους κέρναγε ανάλογα με τη δεκτικότητα τους. Ένας από τους προσκυνητές γεμάτος κατάνυξη πλησίασε τον τάφο για να προσκυνήσει. Η χάρη του Θεού τον περιτύλιξε με τέτοια δύναμη, που ούτε νε μιλήσει ήθελε, ούτε να φάει, παρά μόνο αισθανόμενος το πνεύμα του έξω από το χρόνο και το χώρο έπλεε από χαρά και έκσταση στην αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού.
Ο Πάφου Θεόδωρος που ήταν εκτιμητός μεταξύ των επισκόπων της Κύπρου ήταν εκείνος που στη γιορτή του Αγιοτάτου Σπυρίδωνα το 655 μ.Χ. εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο προς τιμή του θείου πατρός. Γιατί κάθε χρόνο στις 14 Δεκεμβρίου αρχικά και αργότερα στις 12 του ίδιου μήνα μαζεύονταν ανάμεσα στο πλήθος του λαού όλοι οι Επίσκοποι της Κύπρου και συλλειτουργούσαν, αναπέμποντας τη δοξολογία της Εκκλησίας της Κύπρου στον απειράγαθο Θεό για το μεγάλο πρέσβυ, που της χάρισε στο θρόνο της βασιλείας του. Χωρικοί από όλα τα μέρη του νησιού, έφερναν από μακριά τα ζώα, τα οπωρικά, τα φρούτα, την πραμάτια τους γενικά γύρω από το ναό.
Ενώ όμως η κυπριακή γη κράτησε το αγιασμένο λείψανο άφθορο να μοσχομυρίζει στα σπλάχνα της, ήλθε ο καιρός, τα τέλη του Ζ’ αιώνα, το ιερό σκήνωμα να αγιάσει και άλλους τόπους. Οι επιδρομές των Αράβων απειλούσαν τον ολοκληρωτικό αφανισμό των Κυπρίων τόσο που ο Ιουστινιανός, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μετανάστευσε τον πληθυσμό της Κύπρου στον Ελληνισμό. Το ιερό λείψανο για να ασφαλιστεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτό από τους Βυζαντινούς σαν ιδιαίτερη ευλογία από το Θεό.
Στην Κύπρο ο ναός της Τριμυθούντος έγινε τελικά Μοναστήρι, ενώ στην Κέρκυρα η θεία οικονομία σχεδίαζε την προστασία του νησιού αυτού από τα δόγματα των Λατίνων κατακτητών του. Το θείο σκήνωμα αφέθηκε για προσκύνημα σε έναν από τους ναούς του νησιού, ενώ τα πάμπολλα θαύματα που φανέρωναν τη δόξα του Αγίου Σπυρίδωνα στο θρόνο του Θεού ώθησαν το λαό να κτίσει με τα υστερήματα του το μεγαλόπρεπο ναό προς τιμή του Αγίου που βλέπουμε σήμερα.
Με τα θαύματα του ο Άγιος Σπυρίδων εκδήλωνε την αγάπη του για το λαό του Θεού. Αγάπη γεμάτη πόνο για τις θλίψεις και τα βάσανα όλου του κόσμου. Ελεήμονας, φιλόστοργος και φιλάνθρωπος ο Άγιος Σπυρίδων θεράπευσε και θεραπεύει, εισάκουσε και εισακούει τον πόνο κάθε ανθρώπου. Τα θαύματα ο Άγιος του Θεού δεν τα ενεργούσε για να επιδειχτεί και να γίνει θαυμαστή η θεία παντοδυναμία, αλλά γιατί ο ανθρώπινος πόνος αγιάτρευτος από τις ανθρώπινες προσπάθειες γιατρευόταν μόνο με τη χάρη του Θεού.
Οι Άγιοι του Θεού, όπως ο φτωχός και ο ταπεινός Σπυρίδων, μέσα στο φως της Θεότητας που τους γεμίζει, βλέπουν συνεχώς σε μεγαλύτερο βάθος την έκταση της αμαρτωλότητάς τους και απελπισμένοι από τη δική τους αδυναμία προσφεύγουν με όλη την ελπίδα τους στο Θεό που τον αισθάνονται όλο και περισσότερο Πατέρας μας.
Η μίμηση του φιλόθεου Σπυρίδωνα δεν έγκειται στο να φτάσουμε να θαυματουργούμε μια μέρα και να δοξαστούμε από το Θεό και τους ανθρώπους. Αυτό δεν εξαρτάται καθόλου από μας και θα ήταν εγωιστικό να το επιζητούμε. Μπορούμε όμως να μιμηθούμε τον Άγιο ως προς τη ζωή του, που είχε σαν κύριο γνώρισμα την αγάπη του προς τον πλησίον, με όλες τις αδυναμίες και τα πάθη του.
Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Σπυρίδων, Ορθόδοξο Ίδρυμα «Ο Απόστολος Βαρνάβας»