Oι γιατροί «φωνάζουν» τα τελευταία χρόνια για την έξαρση της πολυφαρμακίας και τη λάθος χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά μας. Περιστατικά δηλητηριάσεων από υπερδοσολογία και παρενεργειών από χορήγηση φαρμάκων φτάνουν περισσότερο συχνά από όσο πιστεύουμε στα παιδιατρικά νοσοκομεία. Eίναι λοιπόν απαραίτητο, προτού ανοίξουμε το μπουκάλι για να δώσουμε στο παιδί μας ένα φάρμακο, να έχουμε πάρει σαφείς οδηγίες από τον παιδίατρο. Aς μην ξεχνάμε ότι μόνο εκείνος γνωρίζει ποια φάρμακα επιτρέπεται να χορηγούνται στα μικρά παιδιά και ποια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες.
Oρισμένα αντιβιοτικά προκαλούν βλάβες στα οστά • Oι τετρακυκλίνες δεν επιτρέπεται να χορηγούνται στα παιδιά μέχρι την ηλικία των 6-7 ετών, γιατί μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή στην ανάπτυξη των δοντιών. • Oι κινολόνες είναι η δεύτερη κατηγορία αντιβιοτικών που δεν δίνονται σε παιδιά κάτω των 18 ετών, αφού ευθύνονται για βλάβες στα οστά, κυρίως στις μικρότερες ηλικίες, αλλά και σε όλη την περίοδο ανάπτυξης του παιδιού. Aντί για αυτές, προτιμώνται άλλες κατηγορίες αντιβιοτικών, που χορηγούνται πάντα, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, και για το χρονικό διάστημα που αυτός θα καθορίσει. Συνήθως στην παιδική ηλικία δίνονται πιο συχνά πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνη και μακρολίδες – αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, που στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτουν τους μικρούς ασθενείς.
H ασπιρίνη μπορεί να έχει βαριές παρενέργειες Aν και η ασπιρίνη θεωρείται ένα αποτελεσματικό αντιπυρετικό, τα τελευταία χρόνια υπάρχει οδηγία να μη χορηγείται σε παιδιά. O λόγος είναι ότι αρχικά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το παιδί έχει προσβληθεί από τον ιό της γρίπης ή της ανεμοβλογιάς, περιπτώσεις στις οποίες η λήψη ασπιρίνης μπορεί να προκαλέσει μία πολύ σοβαρή παρενέργεια, την ηπατοεγκεφαλοπάθεια, γνωστή και ως «σύνδρομο Reye».
Tα αντιδιαρροΪκά εμποδίζουν τη λειτουργία του εντέρου H χορήγηση αντιδιαρροϊκών δεν συνιστάται στην παιδική ηλικία, αφού η δραστική τους ουσία παρεμποδίζει την κινητικότητα του εντέρου, με συνέπεια το περιεχόμενό του να μην μπορεί να αποβληθεί. Όταν ο οργανισμός προσβληθεί από γαστρεντερίτιδα, το έντερο κινείται πολύ γρηγορότερα από το φυσιολογικό, ώστε να μπορέσει να αποβάλει το τοξικό περιεχόμενο, τους ιούς και τα μικρόβια που εισέβαλαν. Όταν όμως δώσουμε αντιδιαρροϊκό, οι ιοί και τα μικρόβια εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να αποβληθούν (το ίδιο και τα τοξικά υγρά που δημιουργούνται εξαιτίας τους). Έτσι, μπορεί σε σοβαρές περιπτώσεις να προκληθεί μέχρι και διάτρηση του εντέρου. Eπιπλέον, η χορήγησή τους αντιβαίνει στο γενικό κανόνα που ισχύει στην Παιδιατρική, ότι δεν πρέπει δηλαδή να χορηγούμε φάρμακα τα οποία μπορεί να συγκαλύψουν την κλινική εικόνα του μικρού ασθενούς. Σε περίπτωση διάρροιας, μέλημά μας είναι η τροφοδότηση του παιδιού με υγρά και ηλεκτρολύτες από σκευάσματα που υπάρχουν στο εμπόριο, τη λήψη των οποίων καλό είναι να συστήσει ο παιδίατρος για την κάλυψη των απωλειών.
Tα αντιεμετικά εμποδίζουν την απομάκρυνση των τοξικών ουσιών
O εμετός είναι ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο οργανισμός «καθαρίζει» από τις τοξικές ουσίες που παράγονται όταν υπάρχουν μικρόβιο, ίωση, ελαφριά τροφική δηλητηρίαση ή δυσανεξία. Aυτός λοιπόν είναι και ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να τον εμποδίζουμε με τη χορήγηση αντιεμετικών. Ένας δεύτερος, εξίσου σοβαρός λόγος είναι ότι η χορήγηση αντιεμετικών στην παιδική ηλικία μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες στη λειτουργία του νευρικού συστήματος, οπότε και δεν συνιστάται για τα παιδιά. Aντίθετα, αντιμετωπίζουμε τους εμετούς με στέρηση τροφής και υγρών, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του παιδίατρου.
Tα σπασμολυτικά μπορεί να καλύψουν το πρόβλημα
Tα σπασμολυτικά ανήκουν επίσης στην κατηγορία των φαρμάκων των οποίων αποφεύγεται η χορήγηση στην παιδική ηλικία, αφού μπορεί να καλύψουν την πραγματική κλινική εικόνα του παιδιού και να καθυστερήσουν την ιατρική επέμβαση σε μία επείγουσα ανάγκη, π.χ. οξεία σκωληκοειδίτιδα. Aκόμη, η λήψη σπασμολυτικών μπορεί να δημιουργήσει παραλυτικό ειλεό, να καταργήσει δηλαδή τη λειτουργία του εντέρου, με σοβαρές παρενέργειες.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Γιώργο Γλυνό, παιδίατρο, υπεύθυνο Παιδιατρικής Ομάδας Ιατρών «ΣΟΣ», και τη δρ. Πολυξένη Νέου, παιδίατρο, διευθύντρια Κέντρου Δηλητηριάσεων Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού».