Μια από τις πραγματικά μεγάλες καρατερίστες του σελιλόιντ, η υπερπροστατευτική και συχνά τσαούσα Μαίρη Μεταξά ήταν μια ταλαντούχα και εργατική ηθοποιός .Η σχέση που είχε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το θλιβερό τέλος που δεν αξίζει σε κανέναν.
Η ηθοποιός Μαίρη Μεταξά, η υπερπροστατευτική και φωνακλού μαμά και η κακιά πεθερά του Ελληνικού κινηματογράφου που καμιά δεν ήταν καλή για τον γιόκα της, στον οποίο έκαμνε κιοφτέδες και χαλβά και τον συμβούλευε να μην πηγαίνει στα βαθιά, στην πραγματικότητα δεν έκανε παιδιά ποτέ και δεν παντρεύτηκε. Κανείς δεν ξέρει πως ξεκίνησε την καριέρα της το 1928 ως μπαλαρίνα και τη σχέση που είχε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή .Πέθανε μόνη και ξεχασμένη από φίλους και συγγενείς. Στην κηδεία της δεν σέρβιραν καφέ καθώς δεν ήταν κανείς εκεί
To απολαυστικότερο δίδυμο μητέρας-γιου του ελληνικού κινηματογράφου, Μαίρη Μεταξά και Κώστας Βουτσάς δηλαδή, το λατρέψαμε σε τόσες και τόσες ταινίες και το θυμόμαστε διαχρονικά στη «Νύχτα Γάμου», όπου η Μεταξά υποδύεται την κωνσταντινουπολίτισσα μάνα με κωμικοτραγικά αποτελέσματα.
Μια από τις πραγματικά μεγάλες καρατερίστες του σελιλόιντ, η υπερπροστατευτική και συχνά τσαούσα Μεταξά ήταν μια ταλαντούχα και εργατική ηθοποιός που έκανε αργά αλλά σταθερά βήματα στο ελληνικό θέατρο, πριν την ανακαλύψει όψιμα ο κινηματογράφος και την περιλάβει στο καστ των αξέχαστων παραγωγών του.

Η μπαλαρίνα που έγινε ηθοποιός
Γεννήθηκε το 1912 στην Ανατολική Ρωμυλία, σε μεγαλοαστική οικογένεια. Ήταν μορφωμένη, ωστόσο το μπαλέτο ήταν αυτό που λάτρεψε και το υπηρέτησε ως επαγγελματίας μπαλαρίνα σε οπερέτες.
Μάλιστα, ήταν τόσο ταλαντούχα που έγινε γνωστή στους κόλπους του μουσικού θεάτρου της εποχής. Και μέσα από την επαφή αυτή, ήρθε στη ζωή της και το θέατρο. Η Μαίρη Μεταξά ακολούθησε μια καριέρα, πήρε σύνταξη και μετά έκανε δεύτερη καριέρα με τεράστια επιτυχία καθώς η καλλιτεχνική συνύπαρξη με τον Κώστα Βουτσά τής άλλαξε τη ζωή.

Το 1957 ξεκίνησε η καριέρα σαν ηθοποιός .
Τότε η ηθοποιός και θιασάρχης Καλή Καλό έφτιαχνε θίασο για το ανέβασμα μιας επιθεώρησης στην Αθήνα. Ανάμεσα στα ονόματα που είχε κλείσει ήταν και ένας νεαρός, ο Κώστας Βουτσάς. Όπως περιγράφει η ίδια στο βιβλίο της, συνέβησαν τα παρακάτω γεγονότα:
«Μια μέρα, όπως ήμουνα στο σπίτι της μητέρας μου, χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μια μεγάλη γυναίκα, τεραστίων διαστάσεων, η οποία μόλις με βλέπει πέφτει στα πόδια μου, μου τ’ αγκαλιάζει κι αρχίζει κλαίγοντας να με παρακαλεί: “Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου, σε ικετεύω, έμαθα πόσο καλή καρδιά έχεις! Πάρε με στο θίασό σου, σε παρακαλώ παιδί μου. Μου λείπουν τρεις μήνες για τη σύνταξή μου, δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο, θα πεθάνω, αν δεν με βοηθήσεις!”
»Όλα αυτά τα είπε μονορούφι. Εγώ τα ‘χασα, αιφνιδιάστηκα. Της πιάνω τα χέρια και την βοηθάω να σηκωθεί λέγοντάς της: “Κυρία μου, σας παρακαλώ, σηκωθείτε, ηρεμήστε και πέστε μου τι σας συμβαίνει; […]” Και μου εξήγησε:
»”Λέγομαι Μαίρη Μεταξά. Δεν είμαι γνωστή ηθοποιός και μου λείπουν τρεις μήνες να συμπληρώσω τα ένσημά μου για να πάρω τη σύνταξή μου. Σε παρακαλώ παιδί μου, θα κάνεις μεγάλο ψυχικό αν με πάρεις. Και από μένα, ό,τι θέλεις. Να σου σιδερώνω, να σου πλένω! Θα κάνω ό,τι μπορώ!” Γελώντας της λέω: “Κυρία μου, τι είναι αυτά που λέτε; Σας παρακαλώ!
Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά έχω κλείσει συμφωνία με την κυρία Μπίνη” (τη σύζυγο του Λαυρέντη Διανέλλου). “Όχι παιδάκι μου, δεν έχει ανάγκη η Γκόλφω από δουλειά. Εκείνη είναι γνωστή στην Αθήνα και μπορεί να βρει δουλειά.” Τότε εγώ συγκινημένη απ’ όλη αυτή την ιστορία, της λέω: “Κοιτάξτε, θα δω την κυρία Μπίνη, κι αν όντως δεχτεί να με απαλλάξει από τη συμφωνία μας, τότε ευχαρίστως να σας πάρω στη θέση της. Εγώ καρατερίστα χρειάζομαι”. Πράγματι την επομένη συναντώ την κυρία Μπίνη, η οποία με πολλή αξιοπρέπεια και καλοσύνη μου λέει: “Δεν πειράζει, Καλή μου. Πάρε τη Μεταξά που έχει πιο πολλή ανάγκη από μένα”».
Η απογείωσή της καριέρας της
Κατόπιν έγινε περιζήτητη στο ελληνικό σανίδι και κατέληξε να παίξει σε μερικές ταινίες όντας πια μεγάλη ηλικιακά. Το ντεμπούτο της έλαβε εξάλλου χώρα το 1958 στην «Κυρά μας τη μαμή», όπου ως απελπισμένη χωριάτισσα φέρνει το μωρό της να το κάνει καλά η μαμή Βασιλειάδου και αφήνει άπαντες με το στόμα ανοιχτό!
Κι έτσι θα χαρίσει απλόχερα γέλιο στον εμπορικό μας κινηματογράφο για πολλά ακόμα χρόνια, μέχρι το 1980 δηλαδή, με την πληθωρική της παρουσία και τους χαρακτηριστικούς κραυγαλέους δεύτερους ρόλους της.
Παρά το γεγονός ότι κινηματογραφικά δεν έγινε ποτέ ιδιαιτέρως γνωστή, είχε καντάρια ταλέντου και υποκριτικής δεξιότητας και αυτό ήταν σαφές στους πάντες. Η παντοτινή μητέρα του Βουτσά εντός οθόνης δεν είχε μάλιστα δικά της παιδιά στην πραγματική ζωή, αν και αυτό μόνο ρόλο δεν έπαιξε στην πορεία της ως κινηματογραφική μάνα.

Παρά το γεγονός ότι ο Δαλιανίδης την ανακάλυψε αργά, η Μεταξά πρόλαβε να παίξει σε 17 ταινίες της Φίνος Φιλμ και στις 7 από αυτές ήταν η υπερπροστατευτική μάνα του Βουτσά!
Στα 40 φιλμ που άφησε κληρονομιά στο ελληνικό κοινό, είναι πρόδηλο πως πρόκειται για μια σπουδαία ηθοποιό που τυποποιήθηκε για τις ανάγκες του εμπορικού κινηματογράφου, μιας και η πορεία της στο θέατρο ήταν πάντα μια άλλη ιστορία…
Πρώτα χρόνια
Tα πρώτα χρόνια έπαιζε περιστασιακά στον κινηματογράφο. Ο άνθρωπος που «απογείωσε» την καριέρα της ήταν ο Δαλιανίδης, ο οποίος της έδωσε δεκάδες ρόλους στις ταινίες του που σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Τότε, καθιερώθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους, υποδυόμενη συχνά τη φωνακλού μητέρα του Βουτσά.
Τη δεκαετία του ’60 έπαιξε στις ταινίες «Ο ξυπόλυτος πρίγκηψ», «Νύχτα γάμου», « 5 γυναίκες για έναν άνδρα», «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο», «Η ωραία του κουρέα» και «Το ανθρωπάκι» . Το 1973 έκανε την τελευταία της εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία «20 γυναίκες κι εγώ».

Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε κάποιους ρόλους στην τηλεόραση και συμμετείχε στο σήριαλ «Ο Ονειροπαρμένος» (ΥΕΝΕΔ) και στη θρυλική σειρά «Η γειτονιά μας».
Αργότερα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την υποκριτική, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Έπασχε από χρόνια αποφρακτική ανεπάρκεια, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής ήταν κανίστρια. Τον Ιανουάριο του 1987, νοσηλεύτηκε εσπευσμένα στο Σισμανόγλειο με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Στο πλευρό της ήταν μόνο ο κινηματογραφικός της «γιος» Κώστας Βουτσάς. Δεν είχε αποκτήσει παιδιά ούτε είχε παντρευτεί.

Στις 10 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία της πνοή μόνη και ξεχασμένη από τους συναδέλφους και τους συγγενείς της. Μόνο ο Κώστας Βουτσάς ήταν κοντά της εκείνες τις δύσκολες ώρες και μόνο αυτός παρέμεινε δίπλα της έως τις 10 Ιανουαρίου, που «έφυγε» για πάντα από κοντά μας….

Η κηδεία που δεν πήγε κανείς
Στην κηδεία της στο Νεκροταφείου Ζωγράφου ελάχιστοι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία. Ανάμεσα τους ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας που στον επικήδειο είπε: Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις».
Δεν προσφέρθηκε καφές στο κυλικείο του κοιμητηρίου, γιατί δεν υπήρχε κανείς συγγενής για συλλυπητήρια! Η κηδεία της έγινε με έξοδα του ταμείου Αλληλοβοήθειας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Η Σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης αναφέρει το παρακάτω περιστατικό: «Τη Μαίρη Μεταξά τη γνώρισα λίγα χρόνια προτού φύγει από τη ζωή. Όταν έμπαινες στο σπίτι της είχε μια φωτογραφία δική της με μαγιό εποχής, από την εποχή που ήταν κοπέλα, λυγερόκορμη και αδύνατη. Η φωτογραφία αυτή είχε και μια ιδιόχειρη αφιέρωση από κάτω. “Μαιρούλα θα σ’ αγαπώ πάντα. Ο Κώστας σου”, έγραφε». Ο Κώστας ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τον είχε γνωρίσει ως φοιτητή της Νομικής.
Η Σχέση Με τον Κωστα Βουτσά
Και κάτι χαριτωμένο από εκείνη την εποχή, όπως το αφηγείται ο Κώστας Βουτσάς: «Όταν ήλθαμε στο Περοκέ η Καλή Καλό ανέβασε μια επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. »Ο τίτλος ήταν “Πάρε κόσμε”, σατίριζε τον ντόρο ο οποίος γινόταν και τότε με τις μετοχές. Θυμάμαι ότι σ’ ένα νούμερο του Τάκη Μηλιάδη, η Μαίρη Μεταξά έβγαινε ως βουβό πρόσωπο. Το ήξεραν όλοι πως ήταν καλή ηθοποιός, καλή κωμική καρατερίστα, πολύ καλή…
Πώς είχε βγει έτσι το νούμερο αυτό, και δεν είχε ρόλο η Μαίρη, δεν μπορώ να καταλάβω. Τέλος πάντων… Πάει λοιπόν στον Σακελλάριο και του λέει: «Βρε Αλέκο, βγαίνω στη σκηνή στο νούμερο του Μηλιάδη ως τουρίστρια και δε λέω μια λέξη… Κάτσε μια στιγμή να φωνάξω τον Χρήστο, της λέει εκείνος.
Τον φωνάζει…0 Γιαννακόπουλος έπινε το ουισκάκι του. Κατεβαίνει αργά αργά από το μπαρ του θεάτρου και έρχεται προς το μέρος του.Εν τω μεταξύ η Μεταξά περίμενε με αγωνία τι θα πει ο Χρήστος, γιατί ο Χρήστος αποφάσιζε τις πιο πολλές φορές. Του λέει ο Σακελλάριος. Βρε Χρήστο, μήπως μπορούμε να βάλουμε κάτι εδώ στη Μαίρη τη Μεταξά; »Γιατί; Τι κάνει;Κάνει μια τουρίστρια στο νούμερο του Μηλιάδη μαζί με όλο το τσούρμο και δε λέει λέξη… »Ε, μπαίνοντας ας πει ένα No λέει ο Γιαννακόπουλος και φεύγει… Και μένει η Μαίρη με το στόμα ανοιχτό…»
«Τη Μαίρη από κει και πέρα την είχα σχεδόν πάντα στον θίασό μου και στον κινηματογράφο…» λέει ο Βουτσάς.
«Την αγαπούσε πολύ και ο Δαλιανίδης, γιατί ήταν πολύ χρήσιμη ηθοποιός. Έκανε ό,τι ήθελες, οποιονδήποτε ρόλο και μάλιστα την Κωνσταντινουπολίτισσα την έκανε τέλεια…»
«Η γλυκιά μου η Μαίρη. Ήταν και στη ζωή, όπως τη βλέπετε και στις ταινίες, γι’ αυτό και όλοι την αγάπησαν. Πολλές φιλίες μαζί της είχε ο υπουργός, ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος. Οι δυο τους είχαν έναν πολύ τρυφερό φιλικό δεσμό.
«Είχαμε πια μια σχέση πραγματικής μάνας και γιου κι ο κόσμος, βέβαια, νόμιζε ότι ήταν στ’ αλήθεια μητέρα μου.Αφού με ρωτούσαν πολλές φορές…Μάνα σου είναι η Μεταξά;Όπως κι εκείνη τη ρωτούσαν…
Ο Βουτσάς είναι γιος σου; Την έβλεπα πολύ συχνά εκτός δουλειάς.
Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο. Δεν είμαι καλά. Έλα να με πάρεις, μου λέει.Την πήρα και την πήγα σε μια κλινική στη Σόλωνος. Την επισκεπτόμουνα καθημερινά. Κάθε τόσο πήγαινα και ρωτούσα τους γιατρούς, να μάθω πώς πάει. Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι αυτή τη γυναίκα. Ήταν μόνη της στον κόσμο αυτή η γυναίκα. Της φέρθηκα σαν πραγματικός της γιος.
Κι όταν κάποτε δεν πήγα να τη δω, γιατί είχα πολλές δουλειές, εκείνη με περίμενε. Την επόμενη μέρα ήταν θυμωμένη· μόλις πήγα με κατσάδιασε. Γιατί δεν ήλθες χθες να με δεις; Με μάλωσε, όπως μαλώνει μια μάνα τον γιο της. Εγώ, βέβαια, γελούσα. Το έβλεπα τόσο τρυφερό όλο αυτό. »Και φυσικά στα χέρια μου τελείωσε η Μαίρη η Μεταξά». Σαν να ’χε γιο…
δεινή καπνίστρια και μεγάλη κουμκαντζού.
Δεν είχε ελαττώματα. Ήταν θυμάμαι, μόνον δεινή καπνίστρια και μεγάλη κουμκαντζού. Όχι ότι είχε πάθος με τα χαρτιά ή ότι έπαιζε μεγάλα ποσά και τέτοια, όχι, απλώς της είχε μείνει αυτή η συνήθεια από το θέατρο, γιατί όταν πηγαίναμε περιοδεία ή όταν ήμαστε πολλές ώρες στο καμαρίνι, δεν είχαμε τι να κάνουμε και παίζαμε κανένα χαρτάκι για να περνά η ώρα.Το ’χουν αυτό οι ηθοποιοί…»
«Έμενε στην οδό Καλύμνου, ολομόναχη», θυμάται ο Νίκος Αθερινός.
«Δεν παντρεύτηκε ποτέ…Απ’ ό,τι είχα ακούσει κάποτε εργάστηκε και σαν παραδουλεύτρα. Ήταν την εποχή που ήθελε να συμπληρώσει τα ένσημά της για να βγει στη σύνταξη…Ήταν ξενύχτισσα. Έμενε μαζί μας μέχρι το ξημέρωμα στα τραπεζάκια της πλατείας Βικτωρίας.Για κάποια χρόνια εδέησε να χαρεί τη δόξα. Είχε δίψα για τη δουλειά της. Ακόμη και άρρωστη, με το μπαστουνάκι της στο χέρι, όταν άκουγε να μιλάμε για κάποια νέα παράσταση, μου έλεγε και το εννοούσε: »Εμένα δε θα μου γράψεις τίποτα;…»